ἐγκατακρούω: Difference between revisions
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκατακρούω''': καρφώνω, ἥλους Κλήμ. Ἀλ. 240. 2) ἐγκ. χορείαν τοῖς μυσταις, κτυπῶ τὸ [[μέτρον]] τοῦ χοροῦ (διὰ τοῦ ποδὸς ἢ ἄλλως) ἐν τοῖς μύσταις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 330. | |lstext='''ἐγκατακρούω''': καρφώνω, ἥλους Κλήμ. Ἀλ. 240. 2) ἐγκ. χορείαν τοῖς μυσταις, κτυπῶ τὸ [[μέτρον]] τοῦ χοροῦ (διὰ τοῦ ποδὸς ἢ ἄλλως) ἐν τοῖς μύσταις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 330. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> heurter parmi;<br /><b>2</b> enfoncer en frappant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καρδία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
χορείαν τοῖς μύσταις
A tread a measure among them, Ar.Ra.330.
German (Pape)
[Seite 705] (s. κρούω), darin niederstampfen, Sp.; χορείαν ποδί, den Tanz mit dem Fuße stampfen, Ar. Ran. 331.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατακρούω: καρφώνω, ἥλους Κλήμ. Ἀλ. 240. 2) ἐγκ. χορείαν τοῖς μυσταις, κτυπῶ τὸ μέτρον τοῦ χοροῦ (διὰ τοῦ ποδὸς ἢ ἄλλως) ἐν τοῖς μύσταις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.
French (Bailly abrégé)
1 heurter parmi;
2 enfoncer en frappant.
Étymologie: ἐν, καρδία.