βελτίων: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βελτίων''': -ον, γεν. -ονος, συγκρ. τοῦ [[ἀγαθός]], [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. ([[διότι]] ἐν Ὀδ. Ρ. 18, βέλτερον ἤδη ἐγένετο δεκτὸν ὡς ὀρθότερον)· βέλτιόν [ἐστι], [[εἶναι]] ὀρθόν, [[πρέπον]], συμφέρον, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 1· μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779. 5· ἐπὶ τὸ βέλτιον χωρεῖν, βελτιοῦσθαι, προχωρεῖν, Θουκ. 7. 50· [[οὕτως]], ἐπὶ τὸ β. ἐλθεῖν Δείναρχ. 98. 25· ἄγειν ὁ αὐτ. 94. 2· τά βελτίω προσδοκᾶν ἀεὶ Ἀπολλόδ. Παιδ. 1. [ῑ Ἀττ., [[ἀλλά]] βέλτῐον Μίμνερμ. 2.10]. | |lstext='''βελτίων''': -ον, γεν. -ονος, συγκρ. τοῦ [[ἀγαθός]], [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. ([[διότι]] ἐν Ὀδ. Ρ. 18, βέλτερον ἤδη ἐγένετο δεκτὸν ὡς ὀρθότερον)· βέλτιόν [ἐστι], [[εἶναι]] ὀρθόν, [[πρέπον]], συμφέρον, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 1· μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779. 5· ἐπὶ τὸ βέλτιον χωρεῖν, βελτιοῦσθαι, προχωρεῖν, Θουκ. 7. 50· [[οὕτως]], ἐπὶ τὸ β. ἐλθεῖν Δείναρχ. 98. 25· ἄγειν ὁ αὐτ. 94. 2· τά βελτίω προσδοκᾶν ἀεὶ Ἀπολλόδ. Παιδ. 1. [ῑ Ἀττ., [[ἀλλά]] βέλτῐον Μίμνερμ. 2.10]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>Cp. de</i> [[ἀγαθός]] : meilleur ; <i>neutre adv.</i> • βέλτιον, mieux ; βέλτιόν (ἐστι) avec l’inf. il est préférable de, il vaut mieux ; <i>abs.</i> cela est préférable.<br />'''Étymologie:''' [[βέλτιστος]] et [[βέλτερος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος, Comp. of ἀγαθός,
A better (not in Hom.), βέλτιόν [ἐστι] it is fitting, conuenient, Arist.Pol.1264b28; μανθάνειν βελτίονα [S.]Fr. 1120.5; ἐπὶ τὸ β. χωρεῖν improve, advance, Th.7.50; ἐπὶ τὸ β. ἐλθεῖν Din.1.65; ἄγειν ib.29; τὰ βελτίω προσδοκᾶν ἀεί Apollod.Com.9. Adv. βελτιόνως, ἔχειν Hp.Mul.1.2, cf. Pl.R.484a. [ῑ Att., but βέλτῐον Mimn.2.10.]
German (Pape)
[Seite 442] ον, compar. zu ἀγαθός, trefflicher, besser, sowohl auf das moralisch Gute, die Tugend, als auf den Nutzen bezogen, zuträglicher; überall bei den Attikern. – Adv. βέλτιον, seltener βελτιόνως. – Bei Hom. Odyss. 17, 18 πτωχῷ βέλτιόν ἐστι κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ' ἀγροὺς δαῖτα πτωχεύειν, v. l. βέλτερόν ἐστι.
Greek (Liddell-Scott)
βελτίων: -ον, γεν. -ονος, συγκρ. τοῦ ἀγαθός, οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. (διότι ἐν Ὀδ. Ρ. 18, βέλτερον ἤδη ἐγένετο δεκτὸν ὡς ὀρθότερον)· βέλτιόν [ἐστι], εἶναι ὀρθόν, πρέπον, συμφέρον, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 1· μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779. 5· ἐπὶ τὸ βέλτιον χωρεῖν, βελτιοῦσθαι, προχωρεῖν, Θουκ. 7. 50· οὕτως, ἐπὶ τὸ β. ἐλθεῖν Δείναρχ. 98. 25· ἄγειν ὁ αὐτ. 94. 2· τά βελτίω προσδοκᾶν ἀεὶ Ἀπολλόδ. Παιδ. 1. [ῑ Ἀττ., ἀλλά βέλτῐον Μίμνερμ. 2.10].
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
Cp. de ἀγαθός : meilleur ; neutre adv. • βέλτιον, mieux ; βέλτιόν (ἐστι) avec l’inf. il est préférable de, il vaut mieux ; abs. cela est préférable.
Étymologie: βέλτιστος et βέλτερος.