γαμψός: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γαμψός''': ή όν, ([[κάμπτω]]) [[καμπύλος]], κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · [[ῥύγχος]] ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = [[γαμψῶνυξ]] Ἀριστοφ. Νεφ. 337. | |lstext='''γαμψός''': ή όν, ([[κάμπτω]]) [[καμπύλος]], κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · [[ῥύγχος]] ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = [[γαμψῶνυξ]] Ἀριστοφ. Νεφ. 337. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' *γάμπτω = [[κάμπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A curved, crooked, of the uterine κόλποι, Hp.Nat Pucr.31; κέρατα Arist.HA630a31; ῥύγχος Id.PA662b2; ὄνυχες ib.662b5 (Comp.); ἅρπαι Lyc.358. 2 of birds of prey, = γαμψῶνυξ, Ar. Nu.337 (anap.).
German (Pape)
[Seite 473] (κάμπτω), gebogen, krumm, κέρατα Arist. H. A. 9, 45; δρέπανον Antiphil. 4 (VI, 85); ἄγκιστρον Archi. 10 (VI, 192). – Ar. Nubb. 336 γαμψοὶ οἰωνοί; s. γαμψῶνυξ.
Greek (Liddell-Scott)
γαμψός: ή όν, (κάμπτω) καμπύλος, κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · ῥύγχος ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = γαμψῶνυξ Ἀριστοφ. Νεφ. 337.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
recourbé.
Étymologie: *γάμπτω = κάμπτω.