γόης: Difference between revisions
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γόης''': -ητος, ὁ, ([[γοάω]]) [[κυρίως]], ὁ θρηνῶν, ὁ κραυγάζων, γογγύζων (πρβλ. [[γοητής]]), καὶ [[ἑπομένως]] (ἐκ τῶν γοερῶν φωνῶν ἐν αἷς ἐψάλλοντο αἱ μαγικαὶ ἐπῳδαί, barbaricus ululatus, Σενέκας) μάγος, [[πλάνος]], [[ἐπῳδός]], Ἡρόδ. 2.33., 4. 105· γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονὸς Εὐρ. Βάκχ. 234, πρβλ. Ἱππ. 1038, Σοφ. Αἴ. 582· ἐν Ἡροδ. 7. 191 (γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ) γόησι φαίνεται νὰ σημαίνῃ: διὰ μέσου μάγων. 2) [[θαυματοποιός]], [[ψεύστης]], [[ἀπατεών]], δεινὸς [[γόης]] καὶ [[φαρμακεύς]] καὶ [[σοφιστής]] Πλάτ. Συμπ. 203D· δεινόν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων Δημ. 318. 1· [[ἄπιστος]], γ., πονηρὸς ὁ αὐτ. 374. 20· μάγος καὶ γ. Αἰσχίν. 73. 13. | |lstext='''γόης''': -ητος, ὁ, ([[γοάω]]) [[κυρίως]], ὁ θρηνῶν, ὁ κραυγάζων, γογγύζων (πρβλ. [[γοητής]]), καὶ [[ἑπομένως]] (ἐκ τῶν γοερῶν φωνῶν ἐν αἷς ἐψάλλοντο αἱ μαγικαὶ ἐπῳδαί, barbaricus ululatus, Σενέκας) μάγος, [[πλάνος]], [[ἐπῳδός]], Ἡρόδ. 2.33., 4. 105· γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονὸς Εὐρ. Βάκχ. 234, πρβλ. Ἱππ. 1038, Σοφ. Αἴ. 582· ἐν Ἡροδ. 7. 191 (γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ) γόησι φαίνεται νὰ σημαίνῃ: διὰ μέσου μάγων. 2) [[θαυματοποιός]], [[ψεύστης]], [[ἀπατεών]], δεινὸς [[γόης]] καὶ [[φαρμακεύς]] καὶ [[σοφιστής]] Πλάτ. Συμπ. 203D· δεινόν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων Δημ. 318. 1· [[ἄπιστος]], γ., πονηρὸς ὁ αὐτ. 374. 20· μάγος καὶ γ. Αἰσχίν. 73. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ὁ) :<br /><b>1</b> sorcier, magicien;<br /><b>2</b> charlatan, imposteur.<br />'''Étymologie:''' [[γοάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ὁ,
A sorcerer, wizard, Phoronis 2, Hdt.2.33,4.105, Pl.R. 380d, Phld.Ir.p.29 W.; γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός E.Ba.234, cf. Hipp.1038; prob. f.l. for βοῇσι Hdt.7.191. 2 juggler, cheat, δεινὸς γ. καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής Pl.Smp.203d; δεινὸν καὶ γ. καὶ σοφιστὴν . . ὀνομάζων D.18.276; ἄπιστος γ. πονηρός Id.19.109; μάγος καὶ γ. Aeschin.3.137: Comp. γοητότερος Ach.Tat.6.7 (s. v. l.). (Cf. Lith. žavēti 'incantare'.)
German (Pape)
[Seite 500] ητος, ὁ (γοάω), 1) ein Weinender, Wehklagender, Aesch. Ch. 809. – 2) nach Eust. ὁ μετὰ γόου ἐπᾴδων, Zauberer, die ihre Zaubersprüche mit dumpfem, heulendem Ton vortrugen, ursprünglich in gutem Sinne, aber gew. in üblem; καὶ ἐπῳδός Eur. Hipp. 1038; vgl. Bacch. 234; ebenso Her. 4, 105; auch 7, 191 ist γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ richtige Lesart für γόῃσι; nach B. A. 31 ἀττικώτερον τοῦ μάγος: allgemein, Gaukler, Betrüger, VLL. πλανός, ἀπατεών; nach Möris attisch für das hellenistische κόλαξ; Plat. vrbdt Couv. 203 d γ. καὶ φαρμακεύς (Dem. 18, 276, vgl. 29, 32) καὶ σοφιστής; vgl. Soph. 235 a; καὶ μιαρός Din. 1, 92. 95. Vgl. über das Wort u. die abgeleiteten Sturz Empedocl. I p. 36 ff c
Greek (Liddell-Scott)
γόης: -ητος, ὁ, (γοάω) κυρίως, ὁ θρηνῶν, ὁ κραυγάζων, γογγύζων (πρβλ. γοητής), καὶ ἑπομένως (ἐκ τῶν γοερῶν φωνῶν ἐν αἷς ἐψάλλοντο αἱ μαγικαὶ ἐπῳδαί, barbaricus ululatus, Σενέκας) μάγος, πλάνος, ἐπῳδός, Ἡρόδ. 2.33., 4. 105· γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονὸς Εὐρ. Βάκχ. 234, πρβλ. Ἱππ. 1038, Σοφ. Αἴ. 582· ἐν Ἡροδ. 7. 191 (γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ) γόησι φαίνεται νὰ σημαίνῃ: διὰ μέσου μάγων. 2) θαυματοποιός, ψεύστης, ἀπατεών, δεινὸς γόης καὶ φαρμακεύς καὶ σοφιστής Πλάτ. Συμπ. 203D· δεινόν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων Δημ. 318. 1· ἄπιστος, γ., πονηρὸς ὁ αὐτ. 374. 20· μάγος καὶ γ. Αἰσχίν. 73. 13.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
1 sorcier, magicien;
2 charlatan, imposteur.
Étymologie: γοάω.