γλίσχρος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλίσχρος''': -α, -ον, [[κολλώδης]], Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907· ἐν συνδυασμῷ [[μετὰ]] τοῦ [[λιπαρός]], Πλάτ. Τιμ. 82D, 84A· γλ. τὸ [[σίαλον]] Φερεκρ. Κορ. 3· ἐπὶ ἐλαίου, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 4· -περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 74. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπιμόνως προσκολλώμενος εἴς τινα καὶ παρακαλῶν, [[γλίσχρος]] προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452· γλίσχρον βλέπει Εὔφρων Συνεφ. 1. 16·- οὕτω, γλ. πυρετοί, ἐπίμονοι, παραμένοντες, Ἱππ. 1135Η.- Ἐπίρρ., γλίσχρως ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Κρίτ. 53Ε. 2) [[φειδωλός]], [[μικρολόγος]], «σφικτός», Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39·- ἐν τῷ ἐπιρρ., γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν φειδόμενος Πλάτ. Πολ. 553C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37· γλ. ζῆν Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 7· γλ. λαμβάνειν, ἀντίθ. τῷ ἀφθόνως διδόναι, [[αὐτόθι]] 5. 11, 19· [[ἐντεῦθεν]], [[μετὰ]] δυσκολίας, χαλεπῶς, [[μόλις]], γλ. καὶ [[μόλις]] Δημ. 977. 25· ἢ τὸ [[παράπαν]] οὐδέν… , ἢ γλίσχρως Ἀριστ. Πολ. 3.1,8˙ οὕτω, τρόπον τινὰ γλίσχρον, [[μόλις]] ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 7. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, [[μικρός]], [[οἰκοδόμημα]] γλ. Δημ. 689. 25· γλ. [[δεῖπνον]] Πλούτ. Λυκούργ. 17· γλ. τέχναι Λουκ. Δραπ. 13· - ἰδίως ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, Λατ. putidus, καὶ τὰ ὅμοια, Πλάτ. Κρατ. 434C, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 31Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., γλ. εἰκάζειν, [[κάμνω]] πολὺ ὀγίγον ἐπιτυχῆ παραβολήν, Πλάτ. Πολ. 488Α· [[μάλα]] γε γλ., πολὺ ἀναξίως, ἀθλίως, ὁ αὐτ. Κρατ. 414C. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ λίς, λῑτός, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[λισσός]]).
|lstext='''γλίσχρος''': -α, -ον, [[κολλώδης]], Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907· ἐν συνδυασμῷ [[μετὰ]] τοῦ [[λιπαρός]], Πλάτ. Τιμ. 82D, 84A· γλ. τὸ [[σίαλον]] Φερεκρ. Κορ. 3· ἐπὶ ἐλαίου, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 4· -περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 74. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπιμόνως προσκολλώμενος εἴς τινα καὶ παρακαλῶν, [[γλίσχρος]] προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452· γλίσχρον βλέπει Εὔφρων Συνεφ. 1. 16·- οὕτω, γλ. πυρετοί, ἐπίμονοι, παραμένοντες, Ἱππ. 1135Η.- Ἐπίρρ., γλίσχρως ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Κρίτ. 53Ε. 2) [[φειδωλός]], [[μικρολόγος]], «σφικτός», Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39·- ἐν τῷ ἐπιρρ., γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν φειδόμενος Πλάτ. Πολ. 553C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37· γλ. ζῆν Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 7· γλ. λαμβάνειν, ἀντίθ. τῷ ἀφθόνως διδόναι, [[αὐτόθι]] 5. 11, 19· [[ἐντεῦθεν]], [[μετὰ]] δυσκολίας, χαλεπῶς, [[μόλις]], γλ. καὶ [[μόλις]] Δημ. 977. 25· ἢ τὸ [[παράπαν]] οὐδέν… , ἢ γλίσχρως Ἀριστ. Πολ. 3.1,8˙ οὕτω, τρόπον τινὰ γλίσχρον, [[μόλις]] ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 7. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, [[μικρός]], [[οἰκοδόμημα]] γλ. Δημ. 689. 25· γλ. [[δεῖπνον]] Πλούτ. Λυκούργ. 17· γλ. τέχναι Λουκ. Δραπ. 13· - ἰδίως ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, Λατ. putidus, καὶ τὰ ὅμοια, Πλάτ. Κρατ. 434C, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 31Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., γλ. εἰκάζειν, [[κάμνω]] πολὺ ὀγίγον ἐπιτυχῆ παραβολήν, Πλάτ. Πολ. 488Α· [[μάλα]] γε γλ., πολὺ ἀναξίως, ἀθλίως, ὁ αὐτ. Κρατ. 414C. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ λίς, λῑτός, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[λισσός]]).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> gluant, visqueux;<br /><b>II.</b> qui s’attache <i>ou</i> adhère fortement, tenace, importun :<br /><b>1</b> qui s’attache à des minuties, ergoteur, chicaneur, subtil;<br /><b>2</b> qui s’attache à son bien ; petit, mesquin, sordide.<br />'''Étymologie:''' pour *γλιτχρος, du rad. *γλιτ- = λιτ- ; cf. [[λίς]], [[λισσός]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλίσχρος Medium diacritics: γλίσχρος Low diacritics: γλίσχρος Capitals: ΓΛΙΣΧΡΟΣ
Transliteration A: glíschros Transliteration B: glischros Transliteration C: glischros Beta Code: gli/sxros

English (LSJ)

α, ον,

   A sticky, Hp.VC14; γῆ Thphr.6.5.4; joined with λιπαρός, Pl.Ti.82d, 84a; γ. τὸ σίαλον Pherecr.69.3; of oil, Arist.Mete. 383b34; opp. ψαθυρός (q. v.), ib.385a17; tough, ξύλον Thphr.3.17.5.    II metaph.,    1 sticking close, importunate, γ. προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ar.Ach.452: metaph., clinging, γ. ἡ ὁλκὴ τῆς ὁμοιότητος Pl.Cra.435c. Adv. -ρως, ἐπιθυμεῖν Id.Cri.53e; εἰκάζειν make a close comparison, Id.R.488a, cf Cra.414c: Sup. -ότατα, σαρκάζοντες Ar. Pax482.    2 penurious, niggardly, Arist.EN1121b22; γλίσχρον βλέπειν Euphro10.16. Adv. -ρως καὶ κατὰ σμικρὸν φειδόμενος Pl.R.553c, cf. X.Cyr.8.3.37; φαύλως καὶ γ. παρείχοντο χρήματα Hell.Oxy.14.2; γ. ζῆν, opp. τρυφᾶν, Arist.Pol.1266b26; γ. λαμβάνειν, opp. ἀφθόνως διδόναι, ib.1314b3: hence, with difficulty, hardly, γ. καὶ μόλις λαμβάνειν D.37.38, cf. App.Mith.72; ἢ τὸ παράπαν οὐδέν... ἢ γ. Arist.Pol.1275a38; also τρόπον τινὰ γλίσχρον but scantily, Id.PA660b14.    3 of things, mean, shabby, of buildings, D.23.208; γ. δεῖπνον Plu.Lyc.17; of land, poor, Id.Flam.4; γ. τέχναι Luc.Fug.13; Χρύσιππος πολλαχοῦ γ. ἐστίν Plu.2.31e.    4 Adv. -ρως, of painting, carefully, with elaborate detail, Philostr.Im.2.12 and 28. (Cf. γλοιός.)

Greek (Liddell-Scott)

γλίσχρος: -α, -ον, κολλώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ λιπαρός, Πλάτ. Τιμ. 82D, 84A· γλ. τὸ σίαλον Φερεκρ. Κορ. 3· ἐπὶ ἐλαίου, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 4· -περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 74. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπιμόνως προσκολλώμενος εἴς τινα καὶ παρακαλῶν, γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452· γλίσχρον βλέπει Εὔφρων Συνεφ. 1. 16·- οὕτω, γλ. πυρετοί, ἐπίμονοι, παραμένοντες, Ἱππ. 1135Η.- Ἐπίρρ., γλίσχρως ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Κρίτ. 53Ε. 2) φειδωλός, μικρολόγος, «σφικτός», Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39·- ἐν τῷ ἐπιρρ., γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν φειδόμενος Πλάτ. Πολ. 553C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37· γλ. ζῆν Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 7· γλ. λαμβάνειν, ἀντίθ. τῷ ἀφθόνως διδόναι, αὐτόθι 5. 11, 19· ἐντεῦθεν, μετὰ δυσκολίας, χαλεπῶς, μόλις, γλ. καὶ μόλις Δημ. 977. 25· ἢ τὸ παράπαν οὐδέν… , ἢ γλίσχρως Ἀριστ. Πολ. 3.1,8˙ οὕτω, τρόπον τινὰ γλίσχρον, μόλις ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 7. 3) ἐπὶ πραγμάτων, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, μικρός, οἰκοδόμημα γλ. Δημ. 689. 25· γλ. δεῖπνον Πλούτ. Λυκούργ. 17· γλ. τέχναι Λουκ. Δραπ. 13· - ἰδίως ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, Λατ. putidus, καὶ τὰ ὅμοια, Πλάτ. Κρατ. 434C, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 31Ε· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., γλ. εἰκάζειν, κάμνω πολὺ ὀγίγον ἐπιτυχῆ παραβολήν, Πλάτ. Πολ. 488Α· μάλα γε γλ., πολὺ ἀναξίως, ἀθλίως, ὁ αὐτ. Κρατ. 414C. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ λίς, λῑτός, κτλ., ἴδε ἐν λ. λισσός).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. gluant, visqueux;
II. qui s’attache ou adhère fortement, tenace, importun :
1 qui s’attache à des minuties, ergoteur, chicaneur, subtil;
2 qui s’attache à son bien ; petit, mesquin, sordide.
Étymologie: pour *γλιτχρος, du rad. *γλιτ- = λιτ- ; cf. λίς, λισσός.