δεῦτε: Difference between revisions
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεῦτε''': ἐπίρρ., ὡς πληθ. τοῦ [[δεῦρο]], εἰς τοῦτο τὸ [[μέρος]]! ἐδῶ! ἐμπρός! ἔλα ἐδῶ! ἀκριβῶς ὡς τὸ [[δεῦρο]], ἀλλ’ ἀείποτε [[μετὰ]] πληθ. προστακτ. [[εἴτε]] κειμένης (δεῦτ’ ἄγετ’ Ἰλ. Η. 350, κτλ.· [[ὡσαύτως]], δεῦτ’ ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες Ὀδ. Θ. 11), [[εἴτε]] νοουμένης ([[δεῦτε]] φίλοι Ἰλ. Ν. 481· δεῦτ’, ἵνα… ἴδησθε Ὀδ. Θ. 30)· [[λίαν]] σπάνιον παρὰ Τραγ., [[δεῦτε]], λείπετε [[στέγος]] Εὐρ. Μηδ. 894· καθ’ ὅσον παρ’ αὐτοῖς [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[δεῦρο]] καὶ [[μετὰ]] πληθ. ῥήματος. ([[Κατὰ]] τὸν Βουττμ. συνῃρ. ἐκ τοῦ δεῦρ’ ἴτε). | |lstext='''δεῦτε''': ἐπίρρ., ὡς πληθ. τοῦ [[δεῦρο]], εἰς τοῦτο τὸ [[μέρος]]! ἐδῶ! ἐμπρός! ἔλα ἐδῶ! ἀκριβῶς ὡς τὸ [[δεῦρο]], ἀλλ’ ἀείποτε [[μετὰ]] πληθ. προστακτ. [[εἴτε]] κειμένης (δεῦτ’ ἄγετ’ Ἰλ. Η. 350, κτλ.· [[ὡσαύτως]], δεῦτ’ ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες Ὀδ. Θ. 11), [[εἴτε]] νοουμένης ([[δεῦτε]] φίλοι Ἰλ. Ν. 481· δεῦτ’, ἵνα… ἴδησθε Ὀδ. Θ. 30)· [[λίαν]] σπάνιον παρὰ Τραγ., [[δεῦτε]], λείπετε [[στέγος]] Εὐρ. Μηδ. 894· καθ’ ὅσον παρ’ αὐτοῖς [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[δεῦρο]] καὶ [[μετὰ]] πληθ. ῥήματος. ([[Κατὰ]] τὸν Βουττμ. συνῃρ. ἐκ τοῦ δεῦρ’ ἴτε). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><i>c.</i> [[δεῦρο]], <i>d’ord. avec un plur.</i> : δεῦτ’ ἄγετ’ IL allons, voyons ! δεῦτ’ [[ἴομεν]] IL allons, marchons ! [[δεῦτε]], φίλοι IL allons, amis ! <i>avec un verbe sg. et un voc. pl.</i> δεῦτ’ [[ἄγε]], ἡγήτορες OD allons, chefs (des Phéaciens). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., as pl. of δεῦρο,
A come hither! in Hom. with pl. imper. (exc. δεῦτ' ἄγε Φαιήκων ἡγήτορες Od.8.11), either expressed, δεῦτ' ἄγετ' Il.7.350, al.; or understood, δεῦτε, φίλοι 13.481; δεῦθ', ἵνα . . ἴδησθε Od.8.30: rarely in Lyr., Sapph.60,65, and Trag., δεῦτε, λείπετε στέγος E.Med.894: in later Prose, δ. οἰκοδομήσωμεν LXX Ge. 11.4; δ. ἴδετε Ev.Matt.28.6; δ. καὶ ἀκούσατε Arr.Epict.3.23.6; δ. πρός τινα Plu.Cor.33.
German (Pape)
[Seite 552] ermunternder Zuruf, hierher, wohlan, adverb., aber wie ein plural. zu δεῦρο gebildet; s. Herodian. Μονήρ. λέξ. p. 27, 1; Apoll. lex. Homer. p. 57, 32 δεῦτε· ἄγετε δή. Man hat vermuthet, δεῦτε sei aus δεῦρ' ἴτε entstanden. Bei Homer ist δεῦτε ungleich seltner als δεῦρο. Als sehr bedenkliche var. erscheint δεῦτε in der Anrede an einen Einzelnen Odyss. 8, 145, δεῦτ' ἄγε καὶ σύ, ξεῖνε πάτερ, πείρησαι ἀέθλων, bessere Lcsart δεῦρ' ἄγε, und Odyss. 8, 205, τῶν δ' ἄλλων ὅτινα κραδίῆ θυμός τε κελεύει, δεῦτ' ἄγε πειρηθήτω, bessere Lesart δεῦρ' ἄγε. Mit dem singularischen ἄγε verbunden als Anrede an Mehrere Odyss. 8, 11, δεῦτ' ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, εἰς ἀγορὴν ἰέναι, ὄφρα ξείνοιο πύθησθε, vgl. Scholl. Mit dem dual. des Verbs als Anrede an Zwei Iliad. 22, 450, δεῦτε, δύω μοι ἕπεσθον. In der Anrede an Mehrere mit dem plural. des Verbs, conjunctiv. hortativ.: Odyss. 2, 410 δεῦτε, φίλοι, ἤια φερώμεθα; 8, 133 δεῦτε, φίλοι, τὸν ξεῖνον ἐρώμεθα; Iliad. 14, 128 δεῦτ' ἴομεν πόλεμόνδε; mit ἄγετε Iliad. 7, 350 δεῦτ' ἄγετ', Ἀργείην Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ δώομεν Ἀτρείδῃσιν ἄγειν; mit einem imperativ., durch καί verbunden, Iliad. 13, 481, δεῦτε, φίλοι, καί μ' οἴῳ ἀμύνετε. Ohne Verbum, Anrede an Mehrere, Odyss. 8, 307, Ζεῦ πάτερ ἠδ' ἄλλοι θεοί, δεῦθ', ἵνα ἔργα γελαστὰ καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε. Aehnlich schrieb Kallistratos Odyss. 2, 410, Scholl. Didym Καλλίστρατος δεῦτε, φίλοι, ὄφ ρ' ᾖα φερώμ εθα. Odyss. 8, 250 wird von Strab. 10. p. 473 mit δεῦτε angeführt, δεῦτ' ἄγε, Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι, bessere Lesart ἀλλ' ἄγε. – Sp. D. u. N. T., wo, wie bei δεῦρο, nicht immer an ein Herkommen zu denken. – Vgl. noch Buttmann Lexil. 2. 227 ff, wo auch Einiges über δηῦτε.
Greek (Liddell-Scott)
δεῦτε: ἐπίρρ., ὡς πληθ. τοῦ δεῦρο, εἰς τοῦτο τὸ μέρος! ἐδῶ! ἐμπρός! ἔλα ἐδῶ! ἀκριβῶς ὡς τὸ δεῦρο, ἀλλ’ ἀείποτε μετὰ πληθ. προστακτ. εἴτε κειμένης (δεῦτ’ ἄγετ’ Ἰλ. Η. 350, κτλ.· ὡσαύτως, δεῦτ’ ἄγε, Φαιήκων ἡγήτορες Ὀδ. Θ. 11), εἴτε νοουμένης (δεῦτε φίλοι Ἰλ. Ν. 481· δεῦτ’, ἵνα… ἴδησθε Ὀδ. Θ. 30)· λίαν σπάνιον παρὰ Τραγ., δεῦτε, λείπετε στέγος Εὐρ. Μηδ. 894· καθ’ ὅσον παρ’ αὐτοῖς εἶναι ἐν χρήσει τὸ δεῦρο καὶ μετὰ πληθ. ῥήματος. (Κατὰ τὸν Βουττμ. συνῃρ. ἐκ τοῦ δεῦρ’ ἴτε).
French (Bailly abrégé)
adv.
c. δεῦρο, d’ord. avec un plur. : δεῦτ’ ἄγετ’ IL allons, voyons ! δεῦτ’ ἴομεν IL allons, marchons ! δεῦτε, φίλοι IL allons, amis ! avec un verbe sg. et un voc. pl. δεῦτ’ ἄγε, ἡγήτορες OD allons, chefs (des Phéaciens).