ἐκπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπέτομαι''': ἢ -[[πέταμαι]] (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 6., 5. 22, 12): μέλλ. -πτήσομαι Εὐρ. Ἠρ. 944, Ἀριστοφ. Σφ. 208· ἀόρ. ἐξεπτόμην ἢ -άμην ὁ αὐτ. Ὄρν. 788, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐξέπτην, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98, Βατραχμ. 211· περὶ τοῦ ἀορ. ἐξεπετάσθην ἴδε [[πέτομαι]]· «ξεπετῶ», πετῶ καὶ [[φεύγω]].
|lstext='''ἐκπέτομαι''': ἢ -[[πέταμαι]] (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 6., 5. 22, 12): μέλλ. -πτήσομαι Εὐρ. Ἠρ. 944, Ἀριστοφ. Σφ. 208· ἀόρ. ἐξεπτόμην ἢ -άμην ὁ αὐτ. Ὄρν. 788, ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐξέπτην, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98, Βατραχμ. 211· περὶ τοῦ ἀορ. ἐξεπετάσθην ἴδε [[πέτομαι]]· «ξεπετῶ», πετῶ καὶ [[φεύγω]].
}}
{{bailly
|btext=s’envoler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπέτομαι Medium diacritics: ἐκπέτομαι Low diacritics: εκπέτομαι Capitals: ΕΚΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpétomai Transliteration B: ekpetomai Transliteration C: ekpetomai Beta Code: e)kpe/tomai

English (LSJ)

(ἐκπετ-πέταμαι Arist.HA554b1), fut.

   A -πτήσομαι Ar.V.208 : aor. ἐξεπτόμην, part. -πτόμενος Id.Av.788 ; also ἐξεπτάμην E.El.944, Pl.Ti.81e, ἐκπτάμενος Ἀθηνᾶ 20.249 (Chios) : also in act. form ἐξέπτην Hes.Op.98, Batr.211, Ant. Lib.1.5, Palaeph.12 : for aor. ἐξεπετάσθην, v. πέτομαι :—fly out or away, ll. cc. : metaph.,ἔπαινοι Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.

German (Pape)

[Seite 772] = ἐκπέταμαι, part. praes., Arist. H. A. 9, 40 (626, 32).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπέτομαι: ἢ -πέταμαι (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 6., 5. 22, 12): μέλλ. -πτήσομαι Εὐρ. Ἠρ. 944, Ἀριστοφ. Σφ. 208· ἀόρ. ἐξεπτόμην ἢ -άμην ὁ αὐτ. Ὄρν. 788, ἀλλ᾿ ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐξέπτην, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98, Βατραχμ. 211· περὶ τοῦ ἀορ. ἐξεπετάσθην ἴδε πέτομαι· «ξεπετῶ», πετῶ καὶ φεύγω.

French (Bailly abrégé)

s’envoler.
Étymologie: ἐκ, πέτομαι.