περίστασις: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίστᾰσις''': ἡ, ([[περιίστημι]]) τὸ περιίστασθαι, ἡ τοῦ ψύχους [[περίστασις]], τὸ περιβάλλον [[ψῦχος]], Ἀριστ. Προβλ. 2. 29· τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων π.; τὰ πλήθη τὰ ἱστάμενα περὶ τὴν οἰκίαν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· οὕτω, π. ποιεῖσθαι, ἐπὶ ὄχλου, Θεοφρ. Χαρ. 8, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub.· ― [[ἐντεῦθεν]] συγκεκριμένως, [[ὄχλος]] ἱστάμενος [[πέριξ]], [[πλῆθος]], Λατ. corona, Πολύβ. 1. 32, 3., 18. 36, 11, Ἀθήν. 212F 2) τὸ περιβάλλον [[διάστημα]], ὁ [[πέριξ]] [[τόπος]], Πολύβ. 6. 31, 1 κἑξ. καὶ 41. 2, πρβλ. Ἀθήν. 205Β. ΙΙ. ἡ [[περίστασις]], [[κατάστασις]], ἡ τῶν πραγμάτων [[κατάστασις]], Πολύβ. 1. 35, 10., 4. 67, 4, κτλ.· αἱ π. τῶν [[πόλεων]] ὁ αὐτ. 10. 24, 3· ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π., ἡ [[κατάστασις]] τῆς ἀτμοσφαίρας, ὁ αὐτ. 3. 84, 2, πρβλ. Διόδ. 4. 22· τὸ κατὰ περίστασιν καθῆκον, κατὰ τὰς περιστάσεις, καθ’ ὡρισμένας περιστάσεις, Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 11, πρβλ. 4. 8b· λοιμικαὶ π., [[κατάστασις]] τοῦ ἀέρος ἔχοντος λοιμώδη μιάσματα, Πολύβ. 6. 5. 5· ― [[μάλιστα]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, κατὰ τὰς π., ἐν κρισίμοις καιροῖς, Πολύβ. 1. 82, 7, πρβλ. 4. 33, 12, κτλ.· εἰς πᾶν περιστάσεως ἐλθεῖν ὁ αὐτ. 4. 45, 10, πρβλ. 1. 84, 9, κτλ. 2) ἐξωτερικὴ πομπὴ καὶ [[κατάστασις]], ὁ αὐτ. 3. 98, 2., 32. 12, 3, Ἀθήν. 547F. 3) αἱ περιστάσεις περὶ ὧν πραγματεύεται ὁ [[ῥήτωρ]], Quintil. 5. 10. III. ἡ [[περιφορά]], [[μεταβολή]], ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6. 19, Προβλ. 26. 26. 2) [[κύκλος]], ἡ τοῦ μεγάλου ἐνιαυτοῦ π. Εὔδημος παρὰ Θέωνι Σμυρν. περὶ Ἀστρ. 40.
|lstext='''περίστᾰσις''': ἡ, ([[περιίστημι]]) τὸ περιίστασθαι, ἡ τοῦ ψύχους [[περίστασις]], τὸ περιβάλλον [[ψῦχος]], Ἀριστ. Προβλ. 2. 29· τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων π.; τὰ πλήθη τὰ ἱστάμενα περὶ τὴν οἰκίαν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· οὕτω, π. ποιεῖσθαι, ἐπὶ ὄχλου, Θεοφρ. Χαρ. 8, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub.· ― [[ἐντεῦθεν]] συγκεκριμένως, [[ὄχλος]] ἱστάμενος [[πέριξ]], [[πλῆθος]], Λατ. corona, Πολύβ. 1. 32, 3., 18. 36, 11, Ἀθήν. 212F 2) τὸ περιβάλλον [[διάστημα]], ὁ [[πέριξ]] [[τόπος]], Πολύβ. 6. 31, 1 κἑξ. καὶ 41. 2, πρβλ. Ἀθήν. 205Β. ΙΙ. ἡ [[περίστασις]], [[κατάστασις]], ἡ τῶν πραγμάτων [[κατάστασις]], Πολύβ. 1. 35, 10., 4. 67, 4, κτλ.· αἱ π. τῶν [[πόλεων]] ὁ αὐτ. 10. 24, 3· ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π., ἡ [[κατάστασις]] τῆς ἀτμοσφαίρας, ὁ αὐτ. 3. 84, 2, πρβλ. Διόδ. 4. 22· τὸ κατὰ περίστασιν καθῆκον, κατὰ τὰς περιστάσεις, καθ’ ὡρισμένας περιστάσεις, Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 11, πρβλ. 4. 8b· λοιμικαὶ π., [[κατάστασις]] τοῦ ἀέρος ἔχοντος λοιμώδη μιάσματα, Πολύβ. 6. 5. 5· ― [[μάλιστα]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, κατὰ τὰς π., ἐν κρισίμοις καιροῖς, Πολύβ. 1. 82, 7, πρβλ. 4. 33, 12, κτλ.· εἰς πᾶν περιστάσεως ἐλθεῖν ὁ αὐτ. 4. 45, 10, πρβλ. 1. 84, 9, κτλ. 2) ἐξωτερικὴ πομπὴ καὶ [[κατάστασις]], ὁ αὐτ. 3. 98, 2., 32. 12, 3, Ἀθήν. 547F. 3) αἱ περιστάσεις περὶ ὧν πραγματεύεται ὁ [[ῥήτωρ]], Quintil. 5. 10. III. ἡ [[περιφορά]], [[μεταβολή]], ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6. 19, Προβλ. 26. 26. 2) [[κύκλος]], ἡ τοῦ μεγάλου ἐνιαυτοῦ π. Εὔδημος παρὰ Θέωνι Σμυρν. περὶ Ἀστρ. 40.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />circonstances dans lesquelles on se trouve, état, situation ; <i>particul.</i> les circonstances fâcheuses, les difficultés, les embarras, vicissitude des événements <i>t. stoïc.</i><br />'''Étymologie:''' [[περιΐστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστᾰσις Medium diacritics: περίστασις Low diacritics: περίστασις Capitals: ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: perístasis Transliteration B: peristasis Transliteration C: peristasis Beta Code: peri/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A standing round, τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων π.; crowds standing round the house, Telecl.35 ; π. ποιεῖσθαι, of crowds, Thphr.Char.8.12(pl.); ὄχλοιο π. Timo 34.1 : hence, in concretesense, crowd standing round, Plb.1.32.3, 18.53.11.    2 surrounding, ἡ τοῦ ψυχροῦ π. Arist.Pr.869a21 : in concrete sense, environment, π. ἀέρος ψυχροῦ Epicur.Ep.2p.50U., cf. p.48 U.; surrounding space, Plb.6.31.1, 6.41.2 ; esp. free space round a building, OGI483.123, al. (Pergam., ii A. D.), IG14.352i8, 70 (Halaesa).    b portico surrounding a hall or temple, ib.42(1).102.6 (Epid., iv B. C.), Callix.1 ; ἡ ἔξω π. τοῦ σηκοῦ IG7.3073.90(Lebad.).    c district surrounding a village, neighbourhood, PTeb.14.19 (ii B. C.), al.    II circumstances, situation, state of affairs, Plb.1.35.10, 4.67.4, etc.; αἱ π. [τῶν πόλεων] Id.10.21.3 ; τὸ παράδοξον τῆς π. Posidon.36 J.; π. nostra, the position of my affairs, Cic.Att.4.8b.2 ; the actuality, μέζων τῆς π. ἡ φαντασίη Aret.SD2.9 ; τὰ κατὰ περίστασιν καθήκοντα duties dependent on circumstances, Stoic.3.135, al., cf. Cic.Att.16.11.4, Phld.Rh.1.219 S. (pl.) : sg. of a particular circumstance, Ael.Tact.35.1, A.D.Synt.145.4, etc.; κατά τινα π. γραμμάτων Gal.11.242.    b esp. difficult position, crisis (both senses distd. in Arr.Epict.2.6.17, M.Ant.9.13); δὸς π. καὶ λάβε τὸν ἄνδρα Stoic.3.49 ; κατὰ τὰς π. in critical times, Plb.1.82.7, cf. 4.33.12, etc.; διὰ τὰς τῶν καιρῶν π. SIG731.2 (Tomi, i B. C.); εἰς πᾶν ἐλθεῖν περιστάσεως Plb.4.45.10, cf. 1.84.9, etc.; χαλεπὴ π. LXX 2 Ma.4.16, cf. Dsc.Alex.Praef.; μετὰ τὴν κατασχοῦσαν τὴν πόλιν π. SIG708.7 (Istropolis, ii B. C.), cf. IG22.1338.27, Orph.Fr.285.63 ; ἐν π. ἰσχυρᾷ τῶν ἔξωθεν Porph.Abst.1.55.    2 Rhet., circumstances of the case treated by a speaker, Quint. Inst.3.5.18, 5.10.104, Corn.Rh.p.362 H.; classified by Hermog.Inv. 3.5.    3 outward pomp and circumstance, ἡ τοῦ βίου π. Plb.3.98.2, cf. 31.26.3 ; τρυφὴ καὶ π. Antig.Car. ap. Ath.12.547f; ὑπάρχων ἐν μεγάλῃ π. Phld.Acad.Ind.p.101 M.    4 in Meteorology, of climatic conditions, ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π. Plb.3.84.2 ; λοιμικαὶ π. pestilential conditions, Id.6.5.5, cf. SIG731.7 (Tomi, i B. C.); καυματώδης π. D.S.4.22.    b Astron., position of the heavenly bodies, ἐκλειπτικὴ π. Sch.Arat. 862.    III veering round, of winds, Arist.Mete.364b14, Pr.942b27.    2 cycle, ἡ τοῦ μεγάλου ἐνιαυτοῦ π. Eudem. ap. Theon.Sm. p.198 H.    3 direction of motion, αἱ ἓξ π., i. e. up, down, forwards, backwards, right, left, Nicom.Ar.2.6, 16.    4 materials for use, PFlor.369.2 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 593] ἡ, das Herumstehen, die Umgebung, der Ort oder die Gegend, wovon man umgeben ist, worin man lebt, auch die Umstehenden, der Volkshaufe, ἡ ἔξω περ., Pol. 18, 36, 11; Theophr. char. 8. – Gew. die äußeren Umstände; Pol. 1, 32, 3; ἐπὶ παντὸς καιροῦ καὶ περιστάσεως, 1, 35, 10; ἐπ' ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν, 4, 67, 4, d. i. im Kriege und im Frieden; ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περ., Beschaffenheit, 3, 84, 2; καυματώδης, χειμέριος, D. Sic. 4, 22. 13, 83; bes. aber im schlimmen Sinne, Noth, Gefahr, oft bei Pol., π ολλοὺς καιροὺς καὶ περιστάσεις ἔχοντες 4, 32, 2, ἀόρατοι παντὸς κακοῦ καὶ πάσης περιστάσεως 2, 21, 2, ἀπολελύσθαι τῆς περιστάσεως, von der Gefahr befrei't sein, 10, 14, 5; ἐν περιστάσει τοιαύτῃ, Luc. mort. Peregr. 18. – Auch Umstände, die man macht, Zurüstungen, prunkhafte Umgebungen; μεγαλομερής, Pol. 32, 12, 3; βίου, 3, 98, 2; a. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περίστᾰσις: ἡ, (περιίστημι) τὸ περιίστασθαι, ἡ τοῦ ψύχους περίστασις, τὸ περιβάλλον ψῦχος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 29· τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων π.; τὰ πλήθη τὰ ἱστάμενα περὶ τὴν οἰκίαν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· οὕτω, π. ποιεῖσθαι, ἐπὶ ὄχλου, Θεοφρ. Χαρ. 8, ἔνθα ἴδε Casaub.· ― ἐντεῦθεν συγκεκριμένως, ὄχλος ἱστάμενος πέριξ, πλῆθος, Λατ. corona, Πολύβ. 1. 32, 3., 18. 36, 11, Ἀθήν. 212F 2) τὸ περιβάλλον διάστημα, ὁ πέριξ τόπος, Πολύβ. 6. 31, 1 κἑξ. καὶ 41. 2, πρβλ. Ἀθήν. 205Β. ΙΙ. ἡ περίστασις, κατάστασις, ἡ τῶν πραγμάτων κατάστασις, Πολύβ. 1. 35, 10., 4. 67, 4, κτλ.· αἱ π. τῶν πόλεων ὁ αὐτ. 10. 24, 3· ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π., ἡ κατάστασις τῆς ἀτμοσφαίρας, ὁ αὐτ. 3. 84, 2, πρβλ. Διόδ. 4. 22· τὸ κατὰ περίστασιν καθῆκον, κατὰ τὰς περιστάσεις, καθ’ ὡρισμένας περιστάσεις, Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 11, πρβλ. 4. 8b· λοιμικαὶ π., κατάστασις τοῦ ἀέρος ἔχοντος λοιμώδη μιάσματα, Πολύβ. 6. 5. 5· ― μάλιστα ἐπὶ κακῆς σημασίας, κατὰ τὰς π., ἐν κρισίμοις καιροῖς, Πολύβ. 1. 82, 7, πρβλ. 4. 33, 12, κτλ.· εἰς πᾶν περιστάσεως ἐλθεῖν ὁ αὐτ. 4. 45, 10, πρβλ. 1. 84, 9, κτλ. 2) ἐξωτερικὴ πομπὴ καὶ κατάστασις, ὁ αὐτ. 3. 98, 2., 32. 12, 3, Ἀθήν. 547F. 3) αἱ περιστάσεις περὶ ὧν πραγματεύεται ὁ ῥήτωρ, Quintil. 5. 10. III. ἡ περιφορά, μεταβολή, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6. 19, Προβλ. 26. 26. 2) κύκλος, ἡ τοῦ μεγάλου ἐνιαυτοῦ π. Εὔδημος παρὰ Θέωνι Σμυρν. περὶ Ἀστρ. 40.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
circonstances dans lesquelles on se trouve, état, situation ; particul. les circonstances fâcheuses, les difficultés, les embarras, vicissitude des événements t. stoïc.
Étymologie: περιΐστημι.