Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔντονος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔντονος''': -ον, ([[ἐντείνω]]) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ῥωμαλέος]], [[ἰσχυρός]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 282. 12, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ἐντονώτεροι (διάφ. γραφ. εὐτονώτεροι) λιθοβόλοι Πολύβ. 8. 7, 2. 2) μεταφ., [[ἐπίμονος]], [[ἄκαμπτος]], [[ἰσχυρός]], τὰς γνώμας... ἐντόνους Ἡρόδ. 4. 11· χρὴ δὲ συγγνώμην ἔχειν εἴ τίς σ’ ὑφ’ ἥβης [[σπλάγχνον]] ἔντονον φέρων μάταια βάζει, [[ἔνθα]] τὸ [[σπλάγχνον]] ἔντονον, [[ἑρμηνευτέον]] «ἐξημμένα αἰσθήματα», Εὐρ. Ἱππ. 118· [[Μοῦσα]]... ἔντ. Ἀχαρνικὴ Ἀριστοφ. Ἀχ. 666· ἔντονοι καὶ δριμεῖς Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· ἐντονώτατος [[πρός]] τι Σοφ. Ἀποσπ. 722· πρβλ. [[σύντονος]]. - Ἐπίρρ. ἐντόνως, ἰσχυρῶς, ὁρμητικῶς, ἐντόνως καὶ ὀργῇ χωροῦντες Θουκ. 5. 70· ἐπιμόνως, Σεύθης δὲ [[ἤχθετο]] αὐτῷ, ὅτι ἐντόνως... ἀπῄτει τὸν μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 5, 7· ζητεῖν Πλάτ. Πολ. 528C. ΙΙ. [[ἔντονος]], ὁ, ὡς οὐσιαστ. ἀμφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[τόνος]], Πλάτ. Νόμ. 945C. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ [[εὔτονος]].
|lstext='''ἔντονος''': -ον, ([[ἐντείνω]]) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ῥωμαλέος]], [[ἰσχυρός]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 282. 12, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ἐντονώτεροι (διάφ. γραφ. εὐτονώτεροι) λιθοβόλοι Πολύβ. 8. 7, 2. 2) μεταφ., [[ἐπίμονος]], [[ἄκαμπτος]], [[ἰσχυρός]], τὰς γνώμας... ἐντόνους Ἡρόδ. 4. 11· χρὴ δὲ συγγνώμην ἔχειν εἴ τίς σ’ ὑφ’ ἥβης [[σπλάγχνον]] ἔντονον φέρων μάταια βάζει, [[ἔνθα]] τὸ [[σπλάγχνον]] ἔντονον, [[ἑρμηνευτέον]] «ἐξημμένα αἰσθήματα», Εὐρ. Ἱππ. 118· [[Μοῦσα]]... ἔντ. Ἀχαρνικὴ Ἀριστοφ. Ἀχ. 666· ἔντονοι καὶ δριμεῖς Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· ἐντονώτατος [[πρός]] τι Σοφ. Ἀποσπ. 722· πρβλ. [[σύντονος]]. - Ἐπίρρ. ἐντόνως, ἰσχυρῶς, ὁρμητικῶς, ἐντόνως καὶ ὀργῇ χωροῦντες Θουκ. 5. 70· ἐπιμόνως, Σεύθης δὲ [[ἤχθετο]] αὐτῷ, ὅτι ἐντόνως... ἀπῄτει τὸν μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 5, 7· ζητεῖν Πλάτ. Πολ. 528C. ΙΙ. [[ἔντονος]], ὁ, ὡς οὐσιαστ. ἀμφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[τόνος]], Πλάτ. Νόμ. 945C. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ [[εὔτονος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fortement tendu, vigoureux, véhément, violent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντείνω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντονος Medium diacritics: ἔντονος Low diacritics: έντονος Capitals: ΕΝΤΟΝΟΣ
Transliteration A: éntonos Transliteration B: entonos Transliteration C: entonos Beta Code: e)/ntonos

English (LSJ)

ον, (ἐντείνω) of persons,

   A sinewy, v. l. for εὔ-, Hp.Aër.4; τὰ μέλη ἐντόνοις ὅμοια Zeno Stoic.1.58.    2 violent, of wind, etc., νότος Olymp.in Mete.195.39; ἀκτῖνες -ώτεραι ib.259.23: metaph., intense, eager, vehement, γνώμη Hdt.4.11; σπλάγχνον E.Hipp.118; Μοῦσα . . ἔ. Ἀχαρνική Ar.Ach.666; ἔ. καὶ δριμεῖς Pl.Tht. 173a; -ώτατος πρός τι S.Fr.842; δρᾶν ἔ. χέρες E.Fr.291 (s. v. l.). Adv. -νως eagerly, χωρεῖν Th.5.70; ἀπαιτεῖν X.An.7.5.7; ζητεῖσθαι Pl.R.528c: Comp. -ώτερον PPetr.3p.111 (prob.).    II Subst. εντονος, ὁ, dub.l. for τόνος, Pl.Lg.945c.—Freq. confounded with εὔτονος.

German (Pape)

[Seite 857] angespannt, gew. heftig, hitzig; σπλάγχνον Eur. Hipp. 117, v. l. εὔτονος, heftiges Gemüth; καὶ δριμεῖς Plat. Theaet. 173 a; Ar. nennt die acharnische Muse so, Ach. 640; γνώμη, eine Meinung, die heftig vertheidigt wird, Her. 4, 11; καὶ σφοδρός Plut. Tib. Graech. 2; ὁ ἐντονώτατος αὐτοῖς ἐχθρός Popl. 1; εἰρεσία, angestrengt, Apolld. 1, 9, 22) ἐντονωτέροις (Bekk. εὐτ.) καὶ μείζοσι λιθοβόλοις Pol. 8, 7, 2. – Bei Plat. Legg. XII, 945 c steht in den mss. das subst. ἔντονος für die vulg. τόνος. – Adv. ἐντόνως, angespannt, eifrig; Thuc. 5, 70; ζητεῖν Plat. Rep. VII, 528 c; λέγειν u. ä., Xen. Hell. 2, 4, 23 An. 7, 5, 7 u. Sp., wie Plut. oft.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντονος: -ον, (ἐντείνω) ἐπὶ ἀνθρώπων, ῥωμαλέος, ἰσχυρός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282. 12, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ἐντονώτεροι (διάφ. γραφ. εὐτονώτεροι) λιθοβόλοι Πολύβ. 8. 7, 2. 2) μεταφ., ἐπίμονος, ἄκαμπτος, ἰσχυρός, τὰς γνώμας... ἐντόνους Ἡρόδ. 4. 11· χρὴ δὲ συγγνώμην ἔχειν εἴ τίς σ’ ὑφ’ ἥβης σπλάγχνον ἔντονον φέρων μάταια βάζει, ἔνθα τὸ σπλάγχνον ἔντονον, ἑρμηνευτέον «ἐξημμένα αἰσθήματα», Εὐρ. Ἱππ. 118· Μοῦσα... ἔντ. Ἀχαρνικὴ Ἀριστοφ. Ἀχ. 666· ἔντονοι καὶ δριμεῖς Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· ἐντονώτατος πρός τι Σοφ. Ἀποσπ. 722· πρβλ. σύντονος. - Ἐπίρρ. ἐντόνως, ἰσχυρῶς, ὁρμητικῶς, ἐντόνως καὶ ὀργῇ χωροῦντες Θουκ. 5. 70· ἐπιμόνως, Σεύθης δὲ ἤχθετο αὐτῷ, ὅτι ἐντόνως... ἀπῄτει τὸν μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 5, 7· ζητεῖν Πλάτ. Πολ. 528C. ΙΙ. ἔντονος, ὁ, ὡς οὐσιαστ. ἀμφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ τόνος, Πλάτ. Νόμ. 945C. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ εὔτονος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fortement tendu, vigoureux, véhément, violent.
Étymologie: ἐντείνω.