ἕρμαιον: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕρμαιον''': τό, [[κυρίως]] [[δῶρον]] τοῦ θεοῦ Ἑρμοῦ, δηλ. [[ἀπροσδόκητος]] [[τύχη]], [[εὕρημα]] θεόπεμπτον (ἴδε ἐν λ. [[Ἑρμῆς]] ΙΙ), Σοφ. Ἀντ. 397· [[ἕρμαιον]] ἂν ἦν τινι, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Φαίδων 107C· ἕρμ. ἂν εἴη ἡμῖν εἰ… ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176C· ἑρμ. ἂν ἐφάνη ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 368D ἑρμαίῳ ἐντυγχάνειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 486E· ἕρμ. ἡγεῖσθαι ἢ ποιεῖσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 217Α, Γορ. 489C· νομίζειν Δημ. 986. 16: πρβλ. [[εὕρημα]] ΙΙ. 2) [[ἕρμαξ]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἕρμακες. ΙΙ Ἕρμαια (δηλ. [[ἱερά]], τά, ἑορτὴ ἀγομένη εἰς τιμὴν τοῦ Ἑρμοῦ, Πλάτ. Λύσ. 206D, Αἰσχίν. 2. 22. Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 7. (Κυρίως οὐδ. τοῦ [[Ἑρμαῖος]], ἀλλ’ ὡς οὐσιασ. προπαροξύνεται, Στέφ. Βυζ ἐν λέξ. ἀγαθή, Εὐστ. Ὀδ. 1809. 43· ― κατὰ τὸν Σχολ. τοῦ Λουκ. ἐν Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 12, «[[ἕρμαιον]] τὸ [[εὕρημα]] προπαροξυτόνως· τὸ δὲ Ἑρμοῦ κτητικὸν προπερισπᾶται».
|lstext='''ἕρμαιον''': τό, [[κυρίως]] [[δῶρον]] τοῦ θεοῦ Ἑρμοῦ, δηλ. [[ἀπροσδόκητος]] [[τύχη]], [[εὕρημα]] θεόπεμπτον (ἴδε ἐν λ. [[Ἑρμῆς]] ΙΙ), Σοφ. Ἀντ. 397· [[ἕρμαιον]] ἂν ἦν τινι, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Φαίδων 107C· ἕρμ. ἂν εἴη ἡμῖν εἰ… ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176C· ἑρμ. ἂν ἐφάνη ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 368D ἑρμαίῳ ἐντυγχάνειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 486E· ἕρμ. ἡγεῖσθαι ἢ ποιεῖσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 217Α, Γορ. 489C· νομίζειν Δημ. 986. 16: πρβλ. [[εὕρημα]] ΙΙ. 2) [[ἕρμαξ]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἕρμακες. ΙΙ Ἕρμαια (δηλ. [[ἱερά]], τά, ἑορτὴ ἀγομένη εἰς τιμὴν τοῦ Ἑρμοῦ, Πλάτ. Λύσ. 206D, Αἰσχίν. 2. 22. Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 7. (Κυρίως οὐδ. τοῦ [[Ἑρμαῖος]], ἀλλ’ ὡς οὐσιασ. προπαροξύνεται, Στέφ. Βυζ ἐν λέξ. ἀγαθή, Εὐστ. Ὀδ. 1809. 43· ― κατὰ τὸν Σχολ. τοῦ Λουκ. ἐν Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 12, «[[ἕρμαιον]] τὸ [[εὕρημα]] προπαροξυτόνως· τὸ δὲ Ἑρμοῦ κτητικὸν προπερισπᾶται».
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />bonne aubaine, trouvaille, heureuse découverte procurée par Hermès : [[ἕρμαιον]] ἂν [[ἦν]] τινι avec l’inf. PLAT ce serait une aubaine pour qqn de, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[Ἑρμῆς]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕρμαιον Medium diacritics: ἕρμαιον Low diacritics: έρμαιον Capitals: ΕΡΜΑΙΟΝ
Transliteration A: hérmaion Transliteration B: hermaion Transliteration C: ermaion Beta Code: e(/rmaion

English (LSJ)

τό, prop.

   A gift of Hermes, i.e. unexpected piece of luck, godsend, wind-fall, treasure-trove (cf. Ἑρμῆς II), S.Ant.397; ἕ. ἂν ἦν τινι c. inf., Pl.Phd.107c, R.368d; ἕ. ἂν εἴη ἡμῖν, εἰ.. Id.Smp.176c; ἑρμαίῳ ἐντετυχηκέναι Id.Grg.386e; ἕ. ἡγήσασθαι, ποιεῖσθαί τι, Id.Smp. 217a, Grg.489c; νομίζειν D.38.6.    2 = ἕρμαξ, Sch.Od.16.471.    3 barrow, tomb, Papersof Amer. School 3 Nos.501,585 (Tymandos).    4 = ἠρύγγη, Ps.-Dsc.3.21; = ἀλόη, ib.22.    II Ἕρμαια (sc. ἱερά), τά, festival of Hermes, Pl.Ly.206d, Aeschin.1.10, IG22.1227 (ii B.C.), Durrbach Choix d' inscrr. de Délos 117 (ii B.C.).    2 Ἕρμαιον, τό, temple of Hermes, SIG546 B6 (Melitaea, iii B.C.), Schwyzer709 (Ephesus, iii B. C.), al. (Prop. neut. of Ἑρμαῖος, but as Subst. proparox., Hdn.Gr.1.369.)

German (Pape)

[Seite 1032] τό, der Fund, ein unverhoffter Vortheil od. Gewinn, den man dem Hermes zuschrieb, ἔστ' ἐμὸν θοὔρμαιον Soph. Ant. 393; ἕρμαιον ἂν ἦν τοῖς κακοῖς ἀποθανοῦσι ἀπηλλάχθαι, es wäre ein Gewinn für sie, Plat. Phaed. 107 c; οἶμαι τοιούτῳ ἑρμαίῳ ἐντετυχηκέναι Gorg. 486 e; ἕρμαιον τοῦτο ποιούμενος 489 b; καὶ εὐτύχημα Conv. 217 a; Folgde, wie Luc. Hermot. 52; κοινὸν ἕρμαιον Dem. enc. 2. Eigtl. neutr. von

Greek (Liddell-Scott)

ἕρμαιον: τό, κυρίως δῶρον τοῦ θεοῦ Ἑρμοῦ, δηλ. ἀπροσδόκητος τύχη, εὕρημα θεόπεμπτον (ἴδε ἐν λ. Ἑρμῆς ΙΙ), Σοφ. Ἀντ. 397· ἕρμαιον ἂν ἦν τινι, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Φαίδων 107C· ἕρμ. ἂν εἴη ἡμῖν εἰ… ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176C· ἑρμ. ἂν ἐφάνη ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 368D ἑρμαίῳ ἐντυγχάνειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 486E· ἕρμ. ἡγεῖσθαι ἢ ποιεῖσθαί τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 217Α, Γορ. 489C· νομίζειν Δημ. 986. 16: πρβλ. εὕρημα ΙΙ. 2) ἕρμαξ, Ἡσύχ. ἐν λ. ἕρμακες. ΙΙ Ἕρμαια (δηλ. ἱερά, τά, ἑορτὴ ἀγομένη εἰς τιμὴν τοῦ Ἑρμοῦ, Πλάτ. Λύσ. 206D, Αἰσχίν. 2. 22. Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 7. (Κυρίως οὐδ. τοῦ Ἑρμαῖος, ἀλλ’ ὡς οὐσιασ. προπαροξύνεται, Στέφ. Βυζ ἐν λέξ. ἀγαθή, Εὐστ. Ὀδ. 1809. 43· ― κατὰ τὸν Σχολ. τοῦ Λουκ. ἐν Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 12, «ἕρμαιον τὸ εὕρημα προπαροξυτόνως· τὸ δὲ Ἑρμοῦ κτητικὸν προπερισπᾶται».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bonne aubaine, trouvaille, heureuse découverte procurée par Hermès : ἕρμαιον ἂν ἦν τινι avec l’inf. PLAT ce serait une aubaine pour qqn de, etc.
Étymologie: Ἑρμῆς.