ἐπίστιον: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίστιον''': τό, ἐν Ὀδ. Ζ. 265, [[νῆες]]... [[εἰρύαται]]· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ, [[ἔνθα]] ἡ [[ἔννοια]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]]: [[ἕκαστος]] ἔχει [[ἴδιον]] ἐπιστέγασμα διὰ τὸ πλοῖόν του ὅτε εἵλκυεν αὐτὸ εἰς τὴν ξηράν. Οἱ ἀρχαῖοι εὑρίσκοντο ἐν ἀπορίᾳ περὶ τῆς λέξεως ταύτης: ὁ Ἀρίσταρχος ὑπελάμβανεν αὐτὴν ὡς Ἰωνικὸν τύπον ἀντὶ ἐφέστιον ([[ὅπερ]] ἐν τῇ νέᾳ Ἰάδι τοῦ Ἡροδότου βεβαίως [[εἶναι]] [[ἐπίστιον]]· ἴδε ἐν λέξει [[ἐφέστιος]])· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ ὁ [[Ὅμηρος]] ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ἐφέστιος]]· ― μία ἐκ τῶν ἑρμηνειῶν τοῦ Σχολιαστοῦ [[εἶναι]]: «[[ἐπίστιον]], [[ἐποίκιον]], [[σκηνή]], [[νεώριον]]... παρὰ τὸ [[ἱστίον]]».
|lstext='''ἐπίστιον''': τό, ἐν Ὀδ. Ζ. 265, [[νῆες]]... [[εἰρύαται]]· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ, [[ἔνθα]] ἡ [[ἔννοια]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]]: [[ἕκαστος]] ἔχει [[ἴδιον]] ἐπιστέγασμα διὰ τὸ πλοῖόν του ὅτε εἵλκυεν αὐτὸ εἰς τὴν ξηράν. Οἱ ἀρχαῖοι εὑρίσκοντο ἐν ἀπορίᾳ περὶ τῆς λέξεως ταύτης: ὁ Ἀρίσταρχος ὑπελάμβανεν αὐτὴν ὡς Ἰωνικὸν τύπον ἀντὶ ἐφέστιον ([[ὅπερ]] ἐν τῇ νέᾳ Ἰάδι τοῦ Ἡροδότου βεβαίως [[εἶναι]] [[ἐπίστιον]]· ἴδε ἐν λέξει [[ἐφέστιος]])· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ ὁ [[Ὅμηρος]] ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ἐφέστιος]]· ― μία ἐκ τῶν ἑρμηνειῶν τοῦ Σχολιαστοῦ [[εἶναι]]: «[[ἐπίστιον]], [[ἐποίκιον]], [[σκηνή]], [[νεώριον]]... παρὰ τὸ [[ἱστίον]]».
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />hangar pour mettre à couvert les vaisseaux tirés à terre.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute de [[ἐπί]], [[ἵστημι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (τό) :<br />v. [[ἐπίστιος]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστιον Medium diacritics: ἐπίστιον Low diacritics: επίστιον Capitals: ΕΠΙΣΤΙΟΝ
Transliteration A: epístion Transliteration B: epistion Transliteration C: epistion Beta Code: e)pi/stion

English (LSJ)

τό,

   A slip or shed for a ship, νῆες . . εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ Od.6.265. (Expld. by Aristarch.(ap.Sch.Il.2.125 ἐπ' ἴστιόν . . ὡσεὶ κατάλυμα παρὰ τῇ νηΐ) as Ion. for ἐφέστιον, cf. sq.; but elsewh. Hom. always uses the form ἐφέστιος; Sch. has ἐποίκιον, νεώριον... παρὰ τὸ ἱστίον.)

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστιον: τό, ἐν Ὀδ. Ζ. 265, νῆες... εἰρύαται· πᾶσιν γὰρ ἐπίστιόν ἐστιν ἑκάστῳ, ἔνθαἔννοια φαίνεται ὅτι εἶναι: ἕκαστος ἔχει ἴδιον ἐπιστέγασμα διὰ τὸ πλοῖόν του ὅτε εἵλκυεν αὐτὸ εἰς τὴν ξηράν. Οἱ ἀρχαῖοι εὑρίσκοντο ἐν ἀπορίᾳ περὶ τῆς λέξεως ταύτης: ὁ Ἀρίσταρχος ὑπελάμβανεν αὐτὴν ὡς Ἰωνικὸν τύπον ἀντὶ ἐφέστιον (ὅπερ ἐν τῇ νέᾳ Ἰάδι τοῦ Ἡροδότου βεβαίως εἶναι ἐπίστιον· ἴδε ἐν λέξει ἐφέστιος)· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμηρος ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον ἐφέστιος· ― μία ἐκ τῶν ἑρμηνειῶν τοῦ Σχολιαστοῦ εἶναι: «ἐπίστιον, ἐποίκιον, σκηνή, νεώριον... παρὰ τὸ ἱστίον».

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
hangar pour mettre à couvert les vaisseaux tirés à terre.
Étymologie: DELG sans doute de ἐπί, ἵστημι.
2ου (τό) :
v. ἐπίστιος.