ἑτοιμάζω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτοιμάζω''': μέλλ. -άσω, κτλ. : παθ. πρκμ. ἡτοίμασμαι [[ἐνίοτε]] ἐν κυρίᾳ παθ. σημασ., [[ἐνίοτε]] δὲ ἐν μέσῃ, ἴδε κατωτ.: ([[ἑτοῖμος]]). Ἑτοιμάζω, [[παρασκευάζω]], προμηθεύω, ἐμοὶ [[γέρας]] αὐτίχ’ ἑτοιμάσατ’ Ἰλ. Α. 118· [[νέας]] Ἡρόδ. 6. 95· στρατιὴν ὁ αὐτ. 7. 1· [[ἔγκλημα]] μικρὸν αἰτίαν θ’ ἑτοιμάσας Σοφ. Τρ. 361· [[δῶμα]] Εὐρ. Ἄλκ. 364· βουλὴν ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 473· δάκρυα δ’ ἑτοιμάζουσι, εἰς τοὺς προξενοῦντας δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 454 ([[ἔνθα]] ο Δινδ. προτείνει: δάκρυα δὲ τοῖς γονεῦσι, ἴδε τόπῳ)· [[ἀργύριον]] ῥητὸν Θουκ. 2. 7, κτλ.: ― μετ’ ἀπαρ., κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Ἰλ. Τ. 197. ΙΙ. Μέσ., ὄφρ’ [[ἱρόν]] ἑτοιμασσαίατ’ Ἀθήνῃ Κ. 571· ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Ν. 184· [[τἆλλα]] ἡτοιμάζετο, ἔκαμνε τὰς [[λοιπάς]] του ἑτοιμασίας, Θουκ. 4. 77· [[ὅπως]] ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν ὁ αὐτ. 1. 58· πλείονα ἡτοιμασμένοι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 5· τροφήν ἡτοιμασμένοι Δημ. 690. 8. 2) [[ἑτοιμάζω]] ἐμαυτόν, παρασκευάζομαι, [[γίνομαι]] ἕτοιμος, μετ’ ἀπαρεμφ. Ξεν. Ἀπολ. 8· [[πρός]] τι Πολύβ. 3. 105. 11. ΙΙΙ. Παθ. [[γίνομαι]] ἕτοιμος, ἡτοιμάσθαι ἤδη, ὅτι τὰ πράγματα εἶχον ἤδη ἑτοιμασθῆ, Θουκυδ. 6. 64, πρβλ. 7. 62· ἑτ. τι, παρασκευάζομαι μέ τι, Πολύβ. 8. 32, 7. | |lstext='''ἑτοιμάζω''': μέλλ. -άσω, κτλ. : παθ. πρκμ. ἡτοίμασμαι [[ἐνίοτε]] ἐν κυρίᾳ παθ. σημασ., [[ἐνίοτε]] δὲ ἐν μέσῃ, ἴδε κατωτ.: ([[ἑτοῖμος]]). Ἑτοιμάζω, [[παρασκευάζω]], προμηθεύω, ἐμοὶ [[γέρας]] αὐτίχ’ ἑτοιμάσατ’ Ἰλ. Α. 118· [[νέας]] Ἡρόδ. 6. 95· στρατιὴν ὁ αὐτ. 7. 1· [[ἔγκλημα]] μικρὸν αἰτίαν θ’ ἑτοιμάσας Σοφ. Τρ. 361· [[δῶμα]] Εὐρ. Ἄλκ. 364· βουλὴν ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 473· δάκρυα δ’ ἑτοιμάζουσι, εἰς τοὺς προξενοῦντας δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 454 ([[ἔνθα]] ο Δινδ. προτείνει: δάκρυα δὲ τοῖς γονεῦσι, ἴδε τόπῳ)· [[ἀργύριον]] ῥητὸν Θουκ. 2. 7, κτλ.: ― μετ’ ἀπαρ., κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Ἰλ. Τ. 197. ΙΙ. Μέσ., ὄφρ’ [[ἱρόν]] ἑτοιμασσαίατ’ Ἀθήνῃ Κ. 571· ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Ν. 184· [[τἆλλα]] ἡτοιμάζετο, ἔκαμνε τὰς [[λοιπάς]] του ἑτοιμασίας, Θουκ. 4. 77· [[ὅπως]] ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν ὁ αὐτ. 1. 58· πλείονα ἡτοιμασμένοι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 5· τροφήν ἡτοιμασμένοι Δημ. 690. 8. 2) [[ἑτοιμάζω]] ἐμαυτόν, παρασκευάζομαι, [[γίνομαι]] ἕτοιμος, μετ’ ἀπαρεμφ. Ξεν. Ἀπολ. 8· [[πρός]] τι Πολύβ. 3. 105. 11. ΙΙΙ. Παθ. [[γίνομαι]] ἕτοιμος, ἡτοιμάσθαι ἤδη, ὅτι τὰ πράγματα εἶχον ἤδη ἑτοιμασθῆ, Θουκυδ. 6. 64, πρβλ. 7. 62· ἑτ. τι, παρασκευάζομαι μέ τι, Πολύβ. 8. 32, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἡτοίμαζον, <i>f.</i> ἑτοιμάσω, <i>ao.</i> ἡτοίμασα, <i>pf.</i> ἡτοίμακα;<br /><i>pf. Pass.</i> ἡτοίμασμαι;<br />préparer, disposer, acc. : κάπρον ἑτ. [[ταμέειν]] IL préparer un sanglier pour l’immoler;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἑτοιμάζομαι (<i>ao.</i> ἡτοιμασάμην);<br /><b>1</b> <i>tr.</i> préparer pour soi, acc. ; préparer <i>en gén</i>., acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se tenir prêt, se préparer ; avec l’inf. à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτοιμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
pf.
A ἡτοίμακα Plb.3.72.6: pf. Pass. ἡτοίμασμαι both in med. and pass. sense v. infr.): (ἑτοῖμος):—get ready, prepare, ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ' Il.1.118; [νέας] Hdt.6.95; στρατιώτας Act.Ap.23.23; ὁδόν LXX Is.40.3,al.; ἔγκλημα μικρὸν αἰτίαν τε S.Tr.361; δῶμα E.Alc.364; βουλήν Id.Heracl.472; δάκρυα δ' ἑτοιμάζουσι to those furnishing them, Id.Supp. 454; ἀργύριον ῥητόν Th.2.7, etc.; ἑαυτὸν ἵνα . . Apoc.8.6. II Med., cause to be prepared, ὄφρ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ' Ἀθήνῃ Il.10.571; ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Od.13.184, cf. Hdt. 8.24; ἑτοιμασάμενος ἃ δεῖ Inscr.Prien.55.34 (ii B.C.). 2 with pf. Pass. ἡτοίμασμαι, prepare for oneself, τἄλλα ἡτοιμάζετο made his other arrangements, Th.4.77; ὅπως ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν Id.1.58; πλείονα ἡτοιμασμένος X.Cyr.3.3.5; τροφὴν ἡτοιμασμένοι D.23.209; τὰ πρὸς τὸν βίον Epicur.Sent.Vat. 30, cf. Metrod.Fr.53. 3 prepare oneself, make oneself ready, c. inf., X.Ap.8; πρὸς τὴν χειμασίαν Plb. 3.105.11. III Pass., to be prepared, ἔλεγε ἡτοιμάσθαι that preparations had been made, Th.6.64, cf. 7.62, etc.; ἑ. τι to be prepared with... Plb.8.30.7.
German (Pape)
[Seite 1052] (ἑτοῖμος), bereit setzen, halten, zurecht machen, herbeischaffen, γέρας Il. 1, 118. 19, 187; eben so das med., ὄφρ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ' Ἀθήνῃ 10, 571; Od. 13, 184; ἔγκλημα, αἰτίαν θ' ἑτοιμάσας Soph. Tr. 360; δῶμα, σφάγια, auch δάκρυα, verursachen, Eur. Alc. 365 Heracl. 400 Suppl. 470; Schiffe, Her. 6, 95; ἀργύριον ῥητόν Thuc. 2, 7; πλήρωσιν Plat. Gorg. 492 d. – Med. für sich bereiten, vorbereiten, τὰ περὶ τοὺς νεκρούς Her. 8, 24; sich rüsten, Thuc. 4, 77 u. öfter; τροφὴν ἄφθονόν εἰσιν ἡτοιμασμένοι Dem. 23, 209, wie Xen. Cyr. 3, 3, 5; σάλπιγγας Pol. 8, 32, 7; a. Sp., ὁδόν Matth. 3, 3. – In LXX. = befestigen.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμάζω: μέλλ. -άσω, κτλ. : παθ. πρκμ. ἡτοίμασμαι ἐνίοτε ἐν κυρίᾳ παθ. σημασ., ἐνίοτε δὲ ἐν μέσῃ, ἴδε κατωτ.: (ἑτοῖμος). Ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, προμηθεύω, ἐμοὶ γέρας αὐτίχ’ ἑτοιμάσατ’ Ἰλ. Α. 118· νέας Ἡρόδ. 6. 95· στρατιὴν ὁ αὐτ. 7. 1· ἔγκλημα μικρὸν αἰτίαν θ’ ἑτοιμάσας Σοφ. Τρ. 361· δῶμα Εὐρ. Ἄλκ. 364· βουλὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 473· δάκρυα δ’ ἑτοιμάζουσι, εἰς τοὺς προξενοῦντας δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 454 (ἔνθα ο Δινδ. προτείνει: δάκρυα δὲ τοῖς γονεῦσι, ἴδε τόπῳ)· ἀργύριον ῥητὸν Θουκ. 2. 7, κτλ.: ― μετ’ ἀπαρ., κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Ἰλ. Τ. 197. ΙΙ. Μέσ., ὄφρ’ ἱρόν ἑτοιμασσαίατ’ Ἀθήνῃ Κ. 571· ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Ν. 184· τἆλλα ἡτοιμάζετο, ἔκαμνε τὰς λοιπάς του ἑτοιμασίας, Θουκ. 4. 77· ὅπως ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν ὁ αὐτ. 1. 58· πλείονα ἡτοιμασμένοι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 5· τροφήν ἡτοιμασμένοι Δημ. 690. 8. 2) ἑτοιμάζω ἐμαυτόν, παρασκευάζομαι, γίνομαι ἕτοιμος, μετ’ ἀπαρεμφ. Ξεν. Ἀπολ. 8· πρός τι Πολύβ. 3. 105. 11. ΙΙΙ. Παθ. γίνομαι ἕτοιμος, ἡτοιμάσθαι ἤδη, ὅτι τὰ πράγματα εἶχον ἤδη ἑτοιμασθῆ, Θουκυδ. 6. 64, πρβλ. 7. 62· ἑτ. τι, παρασκευάζομαι μέ τι, Πολύβ. 8. 32, 7.
French (Bailly abrégé)
impf. ἡτοίμαζον, f. ἑτοιμάσω, ao. ἡτοίμασα, pf. ἡτοίμακα;
pf. Pass. ἡτοίμασμαι;
préparer, disposer, acc. : κάπρον ἑτ. ταμέειν IL préparer un sanglier pour l’immoler;
Moy. ἑτοιμάζομαι (ao. ἡτοιμασάμην);
1 tr. préparer pour soi, acc. ; préparer en gén., acc.;
2 intr. se tenir prêt, se préparer ; avec l’inf. à faire qch.
Étymologie: ἕτοιμος.