εὐτράπελος: Difference between revisions
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐτράπελος''': -ον, ([[τρέπω]]) εὐκόλως τρεπόμενος ἢ μεταβαλλόμενος, [[ἀγχίστροφος]], ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13˙ [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], ἐπὶ τῶν πιθήκων, ὁ αὐτ. π. Ζ. 5. 26˙ [[λόγος]] εὐτρ., [[δεξιός]], ἕτοιμος [[λόγος]] πρὸς ὑπεράσπισιν, Ἀριστοφ. Σφ. 469˙ - Ἐπίρρ. -λως, δεξιῶς, ἑτοίμως, [[ἄνευ]] σκαιότητος ἢ δυσκολίας, Θουκ. 2. 41. 2) ἕτοιμος πρὸς ἀπάντησιν, εὐφυής, [[ὀξύς]], [[ζωηρός]], Λατ. urbanus, facetus, lepitus, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13 ([[ἔνθα]] ἡ [[εὐτραπελία]] [[εἶναι]] [[μέση]] μεταξὺ ἀγροικίας καὶ βωμολοχίας, πρβλ. 4. 8, 3)˙ εὐτρ. παρὰ τὰς συνουσίας Πολύβ. 24. 5, 7˙ [[ἀλλά]], β) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, = [[βωμολόχος]], [[σκωπτικός]], [[φλύαρος]], ἀχρειολόγος, ὡς Ἰσοκρ. 149D, πρβλ. [[εὐτραπελία]] ἐν Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. 4˙ εὐτράπελόν ἐστι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[εἶναι]] γελοῖον ὅτι...., Πλούτ. 2. 1062Β. 2) [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], [[ἔπος]] εὐτράπελον, «εὐτράπελον δέ, ἀπαίδευτον, αἰσχρόν, ὃ ἐκτρέψαιτο ἄν τις» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 186˙ μὴ δολωθῇς, ὦ φίλος, εὐτραπέλοις κέρδεσσ’, μὴ ἀπατηθῇς, ὦ φίλε (Ἰέρων), ὑπὸ τῆς ἀπατηλῆς κολακείας καὶ φιλοκερδείας τῶν αὐλικῶν κολάκων, [[αὐτόθι]] 1. 178. | |lstext='''εὐτράπελος''': -ον, ([[τρέπω]]) εὐκόλως τρεπόμενος ἢ μεταβαλλόμενος, [[ἀγχίστροφος]], ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13˙ [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], ἐπὶ τῶν πιθήκων, ὁ αὐτ. π. Ζ. 5. 26˙ [[λόγος]] εὐτρ., [[δεξιός]], ἕτοιμος [[λόγος]] πρὸς ὑπεράσπισιν, Ἀριστοφ. Σφ. 469˙ - Ἐπίρρ. -λως, δεξιῶς, ἑτοίμως, [[ἄνευ]] σκαιότητος ἢ δυσκολίας, Θουκ. 2. 41. 2) ἕτοιμος πρὸς ἀπάντησιν, εὐφυής, [[ὀξύς]], [[ζωηρός]], Λατ. urbanus, facetus, lepitus, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13 ([[ἔνθα]] ἡ [[εὐτραπελία]] [[εἶναι]] [[μέση]] μεταξὺ ἀγροικίας καὶ βωμολοχίας, πρβλ. 4. 8, 3)˙ εὐτρ. παρὰ τὰς συνουσίας Πολύβ. 24. 5, 7˙ [[ἀλλά]], β) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, = [[βωμολόχος]], [[σκωπτικός]], [[φλύαρος]], ἀχρειολόγος, ὡς Ἰσοκρ. 149D, πρβλ. [[εὐτραπελία]] ἐν Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. 4˙ εὐτράπελόν ἐστι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[εἶναι]] γελοῖον ὅτι...., Πλούτ. 2. 1062Β. 2) [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], [[ἔπος]] εὐτράπελον, «εὐτράπελον δέ, ἀπαίδευτον, αἰσχρόν, ὃ ἐκτρέψαιτο ἄν τις» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 186˙ μὴ δολωθῇς, ὦ φίλος, εὐτραπέλοις κέρδεσσ’, μὴ ἀπατηθῇς, ὦ φίλε (Ἰέρων), ὑπὸ τῆς ἀπατηλῆς κολακείας καὶ φιλοκερδείας τῶν αὐλικῶν κολάκων, [[αὐτόθι]] 1. 178. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui se tourne facilement :<br /><b>I.</b> souple, agile;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> versatile;<br /><b>2</b> souple d’esprit ; prompt aux réparties, d’humeur enjouée, qui plaisante agréablement ; <i>en mauv. part</i> moqueur, railleur : εὐτράπελόν ἐστι avec l’inf. PLUT c’est une moquerie de….<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (τρέπω)
A easily turning or changing, of the Athenians, Ael.VH5.13; nimble, of apes, Id.NA5.26; in earlier Gr. always metaph., λόγος εὐ. a dexterous, ready plea, Ar.V.469 (lyr.). Adv. -λως dexterously, readily, without awkwardness, Th.2.41. 2 of persons, ready with an answer or repartee, witty, Arist.EN1108a24, 1128a10; εὐ. παρὰ τὰς συνουσίας Plb.23.5.7; τίτθη εὐ. Jul.Or.7.227a: Sup., Plb.9.23.3. b in bad sense, jesting, ribald, Isoc.7.49; εὐτράπελόν ἐστι c. acc. et inf., it is ludicrous that... Plu.2.1062b. 3 tricky, dishonest, v.l. in Pi.P.4.105; εὐ. κέρδη time-serving arts, of flatterers, ib.1.92.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτράπελος: -ον, (τρέπω) εὐκόλως τρεπόμενος ἢ μεταβαλλόμενος, ἀγχίστροφος, ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 13˙ εὐκίνητος, ἐλαφρός, ἐπὶ τῶν πιθήκων, ὁ αὐτ. π. Ζ. 5. 26˙ λόγος εὐτρ., δεξιός, ἕτοιμος λόγος πρὸς ὑπεράσπισιν, Ἀριστοφ. Σφ. 469˙ - Ἐπίρρ. -λως, δεξιῶς, ἑτοίμως, ἄνευ σκαιότητος ἢ δυσκολίας, Θουκ. 2. 41. 2) ἕτοιμος πρὸς ἀπάντησιν, εὐφυής, ὀξύς, ζωηρός, Λατ. urbanus, facetus, lepitus, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13 (ἔνθα ἡ εὐτραπελία εἶναι μέση μεταξὺ ἀγροικίας καὶ βωμολοχίας, πρβλ. 4. 8, 3)˙ εὐτρ. παρὰ τὰς συνουσίας Πολύβ. 24. 5, 7˙ ἀλλά, β) ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, = βωμολόχος, σκωπτικός, φλύαρος, ἀχρειολόγος, ὡς Ἰσοκρ. 149D, πρβλ. εὐτραπελία ἐν Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. 4˙ εὐτράπελόν ἐστι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἶναι γελοῖον ὅτι...., Πλούτ. 2. 1062Β. 2) δόλιος, πανοῦργος, ἔπος εὐτράπελον, «εὐτράπελον δέ, ἀπαίδευτον, αἰσχρόν, ὃ ἐκτρέψαιτο ἄν τις» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 186˙ μὴ δολωθῇς, ὦ φίλος, εὐτραπέλοις κέρδεσσ’, μὴ ἀπατηθῇς, ὦ φίλε (Ἰέρων), ὑπὸ τῆς ἀπατηλῆς κολακείας καὶ φιλοκερδείας τῶν αὐλικῶν κολάκων, αὐτόθι 1. 178.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. qui se tourne facilement :
I. souple, agile;
II. fig. 1 versatile;
2 souple d’esprit ; prompt aux réparties, d’humeur enjouée, qui plaisante agréablement ; en mauv. part moqueur, railleur : εὐτράπελόν ἐστι avec l’inf. PLUT c’est une moquerie de….
Étymologie: εὖ, τρέπω.