εὐτραφής: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐτρᾰφής''': -ές, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[ἀκμαῖος]], [[εὔσωμος]], [[παχύς]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. [[εὐτρεφής]]˙ - τὸ εὐτραφές, = [[εὐτροφία]], Πολύαιν. 7. 36˙ - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι [[εὐτραφής]], Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, [[ὕδωρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 308˙ [[γάλα]] ἐν Χο. 898. | |lstext='''εὐτρᾰφής''': -ές, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[ἀκμαῖος]], [[εὔσωμος]], [[παχύς]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. [[εὐτρεφής]]˙ - τὸ εὐτραφές, = [[εὐτροφία]], Πολύαιν. 7. 36˙ - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι [[εὐτραφής]], Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, [[ὕδωρ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 308˙ [[γάλα]] ἐν Χο. 898. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> bien nourri, gras, fort;<br /><b>2</b> nourrissant;<br /><i>Cp.</i> εὐτραφέστερος, <i>Sp.</i> εὐτραφέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (τρέφω)
A well-fed, thriving, fat, Hp.Aër.12, E. Med.920, IT304, Arist.HA546a15, etc.; large, well-grown, of peppercorns, Gal.6.270 (Sup.); luxuriant, of hair-growth, Id.1.326 (Sup.); τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Polyaen.7.36. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, ἔχειν to be fat, Hp.Septim.8, cf.Philostr.VS2.1.7. II Act., nourishing, ὕδωρ A.Th.308 (Sup., lyr.); γάλα Id.Ch.898, Philostr.VA3.9; v.l. in Thphr.CP1.18.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρᾰφής: -ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, ἀκμαῖος, εὔσωμος, παχύς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. εὐτρεφής˙ - τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Πολύαιν. 7. 36˙ - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι εὐτραφής, Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 308˙ γάλα ἐν Χο. 898.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 bien nourri, gras, fort;
2 nourrissant;
Cp. εὐτραφέστερος, Sp. εὐτραφέστατος.
Étymologie: εὖ, τρέφω.