θρόος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν → in the fact that there is no rain to speak of at the usual season for rain

Source
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρόος''': Ἀττ. θροῦς, ὁ, (θρέομαι) [[θόρυβος]] ὡς πολλῶν φωνῶν, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς [[θρόος]] Ἰλ. Δ. 437· - ποιητ. ἐπὶ μουσικῆς ἤχων, [[πολύφατος]] [[θρόος]] ὕμνων Πίνδ. Ν. 119· θρ. αὐλῶν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 654F. 2) ὁ [[θόρυβος]], γογγυσμὸς δυσηρεστημένου πλήθους, Θουκ. 4. 66., 7. 78., 8. 79, κτλ. ΙΙ. [[φήμη]], Λατ. rumor, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37.
|lstext='''θρόος''': Ἀττ. θροῦς, ὁ, (θρέομαι) [[θόρυβος]] ὡς πολλῶν φωνῶν, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς [[θρόος]] Ἰλ. Δ. 437· - ποιητ. ἐπὶ μουσικῆς ἤχων, [[πολύφατος]] [[θρόος]] ὕμνων Πίνδ. Ν. 119· θρ. αὐλῶν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 654F. 2) ὁ [[θόρυβος]], γογγυσμὸς δυσηρεστημένου πλήθους, Θουκ. 4. 66., 7. 78., 8. 79, κτλ. ΙΙ. [[φήμη]], Λατ. rumor, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37.
}}
{{bailly
|btext=-οῦς, όου-οῦ (ὁ) :<br />bruit confus, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> bruit de voix;<br /><b>2</b> bruit d’un instrument;<br /><b>3</b> murmure d’une assemblée, tumulte;<br /><b>4</b> rumeur, nouvelle confuse : [[θρόος]] διῆλθε [[ὡς]] PLUT le bruit se répandit que.<br />'''Étymologie:''' [[θρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρόος Medium diacritics: θρόος Low diacritics: θρόος Capitals: ΘΡΟΟΣ
Transliteration A: thróos Transliteration B: throos Transliteration C: throos Beta Code: qro/os

English (LSJ)

Att. θροῦς, ὁ, (θρέομαι)

   A noise as of many voices, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θ. Il.4.437; poet. of musical sounds, πολύφατος θ. ὕμνων Pi.N.7.81; θ. αὐλῶν Epic. ap. Plu.2.654f.    2 murmur of a crowd or assembly, Th.4.66, 8.79, D.H.6.57, etc.    II report, rumour, X.Cyr.6.1.37, Plu.Galb.26, D.C.44.18.

German (Pape)

[Seite 1220] ὁ (θρέω), att. zsgz. θροῦς, lautes Rufen; οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος, ἀλλὰ γλῶσσ' ἐμέμικτο Il. 4, 437; Pind. πολύφατος θρόος ὑμνων, lauter Schall, N. 7, 81, wie ἠχήεις θρ. αὐλῶν p. bei Plut. Symp. 3, 6, 4. Bei Xen. Hell. 6, 5, 35 heimliches Gemurmel einer Menge, womit Thuc. 4, 66. 8, 79 zu vgl.; θροῦς τις τοιοῦτος διῆλθε, ein Gerücht verbreitete sich, Xen. Cyr. 6, 1, 37, wie D. ^^al. 6, 57; Plut. Galb. 26 u. D. C. oft.

Greek (Liddell-Scott)

θρόος: Ἀττ. θροῦς, ὁ, (θρέομαι) θόρυβος ὡς πολλῶν φωνῶν, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος Ἰλ. Δ. 437· - ποιητ. ἐπὶ μουσικῆς ἤχων, πολύφατος θρόος ὕμνων Πίνδ. Ν. 119· θρ. αὐλῶν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 654F. 2) ὁ θόρυβος, γογγυσμὸς δυσηρεστημένου πλήθους, Θουκ. 4. 66., 7. 78., 8. 79, κτλ. ΙΙ. φήμη, Λατ. rumor, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37.

French (Bailly abrégé)

-οῦς, όου-οῦ (ὁ) :
bruit confus, particul. :
1 bruit de voix;
2 bruit d’un instrument;
3 murmure d’une assemblée, tumulte;
4 rumeur, nouvelle confuse : θρόος διῆλθε ὡς PLUT le bruit se répandit que.
Étymologie: θρέω.