ἰθαγενής: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθᾱγενής''': ὲς (ῑθ), Ἐπικ. ἰθαιγ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 648· ([[ἰθύς]], γένος): - γεγεννημένος ἐκ νομίμου γάμου, [[νόμιμος]], [[ἀλλά]] με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα [[ἔνθα]] τό ι [[εἶναι]] βραχὺ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, μὲ ἐτίμα ὡς τούς γνησίους υἱούς του, λεγόμενον παρὰ νόθου, Ὀδ. Ξ. 203, πρβλ. Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 21. 2., 14. 3· [[οὕτως]], ἐπί ἔθνους, ἐκ τοῦ ἀρχαίου γένους, [[γνήσιος]], ὡς τὸ [[αὐτόχθων]], ἀντίθετον τῷ [[ἔπηλυς]], ἰθ. Αἰγύπτιοι Ἡρόδ. 6. 53, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 306· [[οὕτως]], ἰθ. [[κύημα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἔκτρωμα]], Ἱππ. 618, 654. 11· ἐπί τινων ἐκ τῶν στομάτων τοῦ Νείλου, [[φυσικός]], ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, ἀντίθετον τῷ [[ὀρυκτός]], οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου, ἀλλ’ ὀρυκτὰ Ἡρόδ. 2. 17· ἰθ. [[νότος]], ζέφυρος, [[γνήσιος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12· ἰθ. [[χρυσίον]] Κλήμ. Ἀλ. 342.
|lstext='''ἰθᾱγενής''': ὲς (ῑθ), Ἐπικ. ἰθαιγ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 648· ([[ἰθύς]], γένος): - γεγεννημένος ἐκ νομίμου γάμου, [[νόμιμος]], [[ἀλλά]] με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα [[ἔνθα]] τό ι [[εἶναι]] βραχὺ [[χάριν]] τοῦ μέτρου, μὲ ἐτίμα ὡς τούς γνησίους υἱούς του, λεγόμενον παρὰ νόθου, Ὀδ. Ξ. 203, πρβλ. Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 21. 2., 14. 3· [[οὕτως]], ἐπί ἔθνους, ἐκ τοῦ ἀρχαίου γένους, [[γνήσιος]], ὡς τὸ [[αὐτόχθων]], ἀντίθετον τῷ [[ἔπηλυς]], ἰθ. Αἰγύπτιοι Ἡρόδ. 6. 53, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 306· [[οὕτως]], ἰθ. [[κύημα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἔκτρωμα]], Ἱππ. 618, 654. 11· ἐπί τινων ἐκ τῶν στομάτων τοῦ Νείλου, [[φυσικός]], ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, ἀντίθετον τῷ [[ὀρυκτός]], οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου, ἀλλ’ ὀρυκτὰ Ἡρόδ. 2. 17· ἰθ. [[νότος]], ζέφυρος, [[γνήσιος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12· ἰθ. [[χρυσίον]] Κλήμ. Ἀλ. 342.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἰθαιγενής]];<br />ής, ές :<br />né en droite ligne :<br /><b>1</b> dont la naissance est droite, franche, légitime;<br /><b>2</b> formé naturellement <i>en parl. de plusieurs bouches du Nil</i>;<br /><b>3</b> né dans le pays même, indigène.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[γένος]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθᾱγενής Medium diacritics: ἰθαγενής Low diacritics: ιθαγενής Capitals: ΙΘΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: ithagenḗs Transliteration B: ithagenēs Transliteration C: ithagenis Beta Code: i)qagenh/s

English (LSJ)

[ῐ], ές, or ἰθαιγ-, Od.14.203 (v.l.), Hdt.2.17 (v.l.), A. Pers.306(v.l.), Alex.Aet. (v. infr.):—

   A born in lawful wedlock, ἀλλά με ἶσον ἰθαγενέεσσιν (so most codd. and A.D.Adv.187.24: v.l. ἰθαιγ-) ἐτίμα honoured me like his true-born sons, of a νόθος, Od. l.c., cf. A.R.Fr.12.2 (ἰθαγ- cod.), Alex.Aet.3.2 (ἰθαιγ- cod.).    2 of a nation, from the ancient stock, aboriginal, opp. ἔπηλυς, ἰ. Αἰγύπτιοι Hdt.6.53, cf. A.Pers.306; οὐχ ὑπ' ἰθαγενῶν ἤρχοντο Str.7.7.8, cf. Agath.2.15,25.    3 ἰ. κύημα, opp. an abortion, Hp.Mul.1.71; of some mouths of the Nile, natural, original, opp. ὀρυκτά, Hdt.2.17; ἰ. νότος, ζέφυρος, genuine, Arist.Mete.364a16,18. (Glossed αὐτόχθων by Hsch., αὐθιγενής by Erot.; originalis, indigena, by Gloss.; perh. ἰθᾰ-γενής [ᾱ metri gr.], cf. Skt. ihá, Avest. ιδα (fr. *idhá) 'here'; cf. pr. n. Ἰθαγένης Plu.Per.26, Ps.-Hdt.Vit.Hom.1, but Ἰθαιγένης IG 12(9).192 (iv B.C.).)

German (Pape)

[Seite 1245] ές, p. ἰθαιγενής, ές, – 1) gerad-, ebeubürtig, d. i. in rechtmäßiger Ehe erzeugt, Od. 14, 201 ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς· ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα, dem vorangehenden γνήσιος entsprechend; γνήσιος ἐξ ἰθαιγενέων πατέρων Alex. Aetol. 5, 2; – νότος, ζέφυρος, Arist. Meteorl. 2, 6, die gerade aus Süd, West wehen. – 21 = αὐτόχθων, Aesch. Pers. 298 Her. 6, 53 u. Sp.; auch = von selbst entstanden, von Natur, οὐκ ἰθαγενέα στόματα τοῦ Νείλου, ἀλλ' ὀρυκτά Her. 2, 17; einheimisch, Strab. VII, 326. Ueber die Schreibung vgl. Lob. zu Phryn. p. 648.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθᾱγενής: ὲς (ῑθ), Ἐπικ. ἰθαιγ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 648· (ἰθύς, γένος): - γεγεννημένος ἐκ νομίμου γάμου, νόμιμος, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα ἔνθα τό ι εἶναι βραχὺ χάριν τοῦ μέτρου, μὲ ἐτίμα ὡς τούς γνησίους υἱούς του, λεγόμενον παρὰ νόθου, Ὀδ. Ξ. 203, πρβλ. Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 21. 2., 14. 3· οὕτως, ἐπί ἔθνους, ἐκ τοῦ ἀρχαίου γένους, γνήσιος, ὡς τὸ αὐτόχθων, ἀντίθετον τῷ ἔπηλυς, ἰθ. Αἰγύπτιοι Ἡρόδ. 6. 53, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 306· οὕτως, ἰθ. κύημα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔκτρωμα, Ἱππ. 618, 654. 11· ἐπί τινων ἐκ τῶν στομάτων τοῦ Νείλου, φυσικός, ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, ἀντίθετον τῷ ὀρυκτός, οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου, ἀλλ’ ὀρυκτὰ Ἡρόδ. 2. 17· ἰθ. νότος, ζέφυρος, γνήσιος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12· ἰθ. χρυσίον Κλήμ. Ἀλ. 342.

French (Bailly abrégé)

épq. ἰθαιγενής;
ής, ές :
né en droite ligne :
1 dont la naissance est droite, franche, légitime;
2 formé naturellement en parl. de plusieurs bouches du Nil;
3 né dans le pays même, indigène.
Étymologie: ἰθύς, γένος.