μέλαθρον: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέλαθρον''': τό, Ἐπκ. γεν. μελαθρόφιν, Ὀδ. Θ. 279· ― ἡ [[ὀροφή]], ἡ ἐσωτερικὴ [[ὄψις]] τῆς στέγης ἢ (μάλλον) ἡ [[κυρία]] δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὴν ὀροφήν, Θ. 279, Λ. 278, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 174· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Τ. 544, [[ἔνθα]] ὁ ἀετὸς κάθηται ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ, πρέπει νὰ σημαίνῃ τὸ [[ἄκρον]] τῆς δοκοῦ ταύτης προεχούσης ἔξω τῆς οἰκίας. 2) [[καθόλου]], [[στέγη]], [[ὀροφή]], Ἰλ. Β. 414, Ὀδ. Σ. 150. ΙΙ. [[οἰκία]], [[κατοικία]], κυπαρίσσινον μ. Πινδ. Π. 5. 52· μ. οὐράνιον, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 1100. ― ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecta, Τραγ.: μ. ἐν βασιλείοις, ἐν ταῖς βασιλικαῖς αἰθούσαις, Αἰσχύλ. Χο. 343· κτλ.· ἐς δόμων μέλαθρα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, tecta domorum, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 957· ἐπὶ σπηλαίου χρησιμεύοντος, πρὸς κατοικίαν, Σοφ. Φ. 147, Εὐρ. Κύκλ. 491. ([[Κατὰ]] τὸν Μέγ. Ἐτυμ. ἐκ τοῦ [[μελαίνω]], πρβλ. [[καπνοδόκη]] παρ’ Ἡροδ. 1. 137. Ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] κμέλεθρον (Πάμφιλος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 521. 29) μνημονεύεται ὡς = τῷ [[δοκός]], τοῦτο δὲ δεικνύει σχέσιν πρὸς τὸ καμάρα, Κούρτ. ἀρ. 31a). | |lstext='''μέλαθρον''': τό, Ἐπκ. γεν. μελαθρόφιν, Ὀδ. Θ. 279· ― ἡ [[ὀροφή]], ἡ ἐσωτερικὴ [[ὄψις]] τῆς στέγης ἢ (μάλλον) ἡ [[κυρία]] δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὴν ὀροφήν, Θ. 279, Λ. 278, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 174· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Τ. 544, [[ἔνθα]] ὁ ἀετὸς κάθηται ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ, πρέπει νὰ σημαίνῃ τὸ [[ἄκρον]] τῆς δοκοῦ ταύτης προεχούσης ἔξω τῆς οἰκίας. 2) [[καθόλου]], [[στέγη]], [[ὀροφή]], Ἰλ. Β. 414, Ὀδ. Σ. 150. ΙΙ. [[οἰκία]], [[κατοικία]], κυπαρίσσινον μ. Πινδ. Π. 5. 52· μ. οὐράνιον, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 1100. ― ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecta, Τραγ.: μ. ἐν βασιλείοις, ἐν ταῖς βασιλικαῖς αἰθούσαις, Αἰσχύλ. Χο. 343· κτλ.· ἐς δόμων μέλαθρα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, tecta domorum, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 957· ἐπὶ σπηλαίου χρησιμεύοντος, πρὸς κατοικίαν, Σοφ. Φ. 147, Εὐρ. Κύκλ. 491. ([[Κατὰ]] τὸν Μέγ. Ἐτυμ. ἐκ τοῦ [[μελαίνω]], πρβλ. [[καπνοδόκη]] παρ’ Ἡροδ. 1. 137. Ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] κμέλεθρον (Πάμφιλος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 521. 29) μνημονεύεται ὡς = τῷ [[δοκός]], τοῦτο δὲ δεικνύει σχέσιν πρὸς τὸ καμάρα, Κούρτ. ἀρ. 31a). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> grosse poutre qui soutient un toit ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> rebord d’un toit;<br /><b>2</b> toit, plafond;<br /><b>3</b> maison, demeure ; [[μέλαθρον]] οὐράνιον EUR la demeure céleste;<br /><b>II.</b> sorte de plante;<br /><b>III.</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' probabl. p. *κμέλαθρον, cf. κμέλεθρον, apparenté à [[καμάρα]] ; étym. pop. de [[μέλας]], litt. « noirci par la fumée ». | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Ep. gen. sg.
A μελαθρόφιν Od.8.279:—roof-tree, ridgepole, μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο l.c., cf. 11.278, h.Ven.173, IG11(2).161A 105 (Delos, iii B. C.), 199A113 (ibid., pl.); ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ Od. 19.544: generally, beam, LXX 3 Ki.7.9(20); τὰ μ. τῶν θυρίδων PRyl. 233.5 (ii A. D.). 2 roof, Il.2.414, Od.18.150. II house, κυπαρίσσινον μ. Pi.P.5.40; οὐράνιον μ., of heaven, E.Hec.1101 (lyr.): mostly in pl., Alc.Supp.19.2, etc.; μ. ἐν βασιλείοις in the king's halls, A.Ch.343 (anap.), etc.; ἐς δόμων μ. Id.Ag.957; of a cave used as a dwelling, S.Ph.147, E.Cyc.491 (both anap.). 2 lair of an animal, Opp.C.2.307. 3 cage, ib.4.107,423. (Acc. to EM576.16 from μελαίνω, cf. καπνοδόκη; it is doubtful whether κμέλεθρον is cogn.)
German (Pape)
[Seite 118] τό, die Stubendecke, bes. der große Querbalken, welcher die Decke trägt, πολλὰ δὲ καὶ καθύπερθε μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο Od. 8, 279, ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου 11, 278, H. h. Cer. 188. Auch das Dachgebälk, Dachgesims, Od. 19, 544 ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ. – Dach, ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ Od. 18, 150, vgl. Il. 2, 414. 9, 204. 640; gew. übh. Haus, Wohnung, κυπαρίσσινον, Pind. P. 5, 40, u. so immer bei den Tragg., ἐς μέλαθρα καὶ δόμους ἐφεστίους ἐλθών Aesch. Ag. 825, μελάθροις ἐν βασιλείοις Ch. 339. 1061; bei Soph. Phil. 147, τῶνδ' ἐκ μελάθρων, die Höhle des Philoktet bezeichnend; ὑψιπετὲς εἰς μέλαθρον Eur. Hec. 1101, u. öfter im plur., bes. von Häusern der Fürsten, wie auch bei sp. D., z. B. Ap. Rh. 3, 789. Nach E. M. von μελαίνω, weil in der Decke das Loch zum Rauchfang angebracht war.
Greek (Liddell-Scott)
μέλαθρον: τό, Ἐπκ. γεν. μελαθρόφιν, Ὀδ. Θ. 279· ― ἡ ὀροφή, ἡ ἐσωτερικὴ ὄψις τῆς στέγης ἢ (μάλλον) ἡ κυρία δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὴν ὀροφήν, Θ. 279, Λ. 278, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 174· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Τ. 544, ἔνθα ὁ ἀετὸς κάθηται ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ, πρέπει νὰ σημαίνῃ τὸ ἄκρον τῆς δοκοῦ ταύτης προεχούσης ἔξω τῆς οἰκίας. 2) καθόλου, στέγη, ὀροφή, Ἰλ. Β. 414, Ὀδ. Σ. 150. ΙΙ. οἰκία, κατοικία, κυπαρίσσινον μ. Πινδ. Π. 5. 52· μ. οὐράνιον, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 1100. ― ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecta, Τραγ.: μ. ἐν βασιλείοις, ἐν ταῖς βασιλικαῖς αἰθούσαις, Αἰσχύλ. Χο. 343· κτλ.· ἐς δόμων μέλαθρα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, tecta domorum, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 957· ἐπὶ σπηλαίου χρησιμεύοντος, πρὸς κατοικίαν, Σοφ. Φ. 147, Εὐρ. Κύκλ. 491. (Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. ἐκ τοῦ μελαίνω, πρβλ. καπνοδόκη παρ’ Ἡροδ. 1. 137. Ἀλλ’ ὁ τύπος κμέλεθρον (Πάμφιλος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 521. 29) μνημονεύεται ὡς = τῷ δοκός, τοῦτο δὲ δεικνύει σχέσιν πρὸς τὸ καμάρα, Κούρτ. ἀρ. 31a).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. grosse poutre qui soutient un toit ; p. ext.
1 rebord d’un toit;
2 toit, plafond;
3 maison, demeure ; μέλαθρον οὐράνιον EUR la demeure céleste;
II. sorte de plante;
III. pudenda muliebria.
Étymologie: probabl. p. *κμέλαθρον, cf. κμέλεθρον, apparenté à καμάρα ; étym. pop. de μέλας, litt. « noirci par la fumée ».