οὐδαμός: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐδᾰμός''': -ή, -όν, ἀντὶ οὐδὲ ἀμός, οὐδὲ εἶς, ὡς τὸ [[οὐδείς]], Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 72Α· ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσιν, οὐδαμοί, οὐδαμῶν κτλ., Ἡρόδ. 1. 18, 24, 57, κ. ἀλλ.· ππήγματα … οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζον, δηλ. πολὺ μεγαλειτέρα πάσης Ἑλληνικῆς δυνάμεως, ὁ αὐτ. 7. 145· σπανίως ἐν τῷ θηλυκ. τύπῳ, οὐδαμὰς ἄλλας ὁ αὐτ. 4· 114. Πρβλ. [[μηδαμός]].
|lstext='''οὐδᾰμός''': -ή, -όν, ἀντὶ οὐδὲ ἀμός, οὐδὲ εἶς, ὡς τὸ [[οὐδείς]], Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 72Α· ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσιν, οὐδαμοί, οὐδαμῶν κτλ., Ἡρόδ. 1. 18, 24, 57, κ. ἀλλ.· ππήγματα … οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζον, δηλ. πολὺ μεγαλειτέρα πάσης Ἑλληνικῆς δυνάμεως, ὁ αὐτ. 7. 145· σπανίως ἐν τῷ θηλυκ. τύπῳ, οὐδαμὰς ἄλλας ὁ αὐτ. 4· 114. Πρβλ. [[μηδαμός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> aucun, pas un;<br /><b>2</b> sans valeur.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδέ]], [[ἀμός]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδᾰμός Medium diacritics: οὐδαμός Low diacritics: ουδαμός Capitals: ΟΥΔΑΜΟΣ
Transliteration A: oudamós Transliteration B: oudamos Transliteration C: oudamos Beta Code: ou)damo/s

English (LSJ)

ή, όν, for οὐδὲ ἀμός,

   A not any one, no one, like οὐδείς, A.D.Pron.57.2: used only in pl. and only by Ion. writers ( = Att. οὐδένες) , οὐδαμοί, οὐδαμῶν, etc., none, Hdt.1.18,24,57, al.; πρήγματα . . οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω, i.e. much greater than any Greek power, Id.7.145: rarely in fem., οὐδαμὰς ἄλλας Id.4.114.—Cf. μηδαμός.

German (Pape)

[Seite 408] d. i. οὐδὲ ἀμός, = οὐδείς, auch nicht Einer, keiner, Her., nur im plur., οὐδαμοὶ 'Ἰώνων, 1, 16 u. öfter, οὐδαμῶν, 7, 104, οὐδαμοῖς, 1, 24, οὐδαμούς, 2, 150 u. öfter; fem., 4, 114. Davon οὐδαμῇ, οὐδαμῶς u. ä.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδᾰμός: -ή, -όν, ἀντὶ οὐδὲ ἀμός, οὐδὲ εἶς, ὡς τὸ οὐδείς, Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 72Α· ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσιν, οὐδαμοί, οὐδαμῶν κτλ., Ἡρόδ. 1. 18, 24, 57, κ. ἀλλ.· ππήγματα … οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζον, δηλ. πολὺ μεγαλειτέρα πάσης Ἑλληνικῆς δυνάμεως, ὁ αὐτ. 7. 145· σπανίως ἐν τῷ θηλυκ. τύπῳ, οὐδαμὰς ἄλλας ὁ αὐτ. 4· 114. Πρβλ. μηδαμός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 aucun, pas un;
2 sans valeur.
Étymologie: οὐδέ, ἀμός.