παλλακή: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παλλᾰκή''': ἡ, = [[παλλακίς]], πολλὰς κουριδίας γυναῖκας, πολλῷ δὲ πλεῦνας παλλακὰς Ἡρόδ. 1. 135, πρβλ. 84., 2. 130, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1353, Ἀντιφῶν 113. 5, Λυσ. 94, 34, κτλ. Ἡ παλλακὴ ἦτο συνήθως [[αἰχμάλωτος]] ἢ [[ἀργυρώνητος]] [[δούλη]] διακρινομένη ἀπό τε τῆς νομίμου συζύγου (ἴδε ἀνωτέρ.), καὶ ἀπὸ τῆς ἑταίρας, Δημ. 1386. 20. (Κυρίως = νέον [[κοράσιον]], ἴδε [[Παλλάς]]). | |lstext='''παλλᾰκή''': ἡ, = [[παλλακίς]], πολλὰς κουριδίας γυναῖκας, πολλῷ δὲ πλεῦνας παλλακὰς Ἡρόδ. 1. 135, πρβλ. 84., 2. 130, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1353, Ἀντιφῶν 113. 5, Λυσ. 94, 34, κτλ. Ἡ παλλακὴ ἦτο συνήθως [[αἰχμάλωτος]] ἢ [[ἀργυρώνητος]] [[δούλη]] διακρινομένη ἀπό τε τῆς νομίμου συζύγου (ἴδε ἀνωτέρ.), καὶ ἀπὸ τῆς ἑταίρας, Δημ. 1386. 20. (Κυρίως = νέον [[κοράσιον]], ἴδε [[Παλλάς]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />concubine.<br />'''Étymologie:''' [[πάλλαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = παλλακίς, πολλὰς κουριδίας γυναῖκας, πολλῷ δὲ πλεῦνας παλλακάς Hdt. 1.135, cf. 84, 2.130, al., Ar.V.1353, Antipho 1.14, Lexap. D.23.53, Lys. 1.31, Pl.Ion538b, Lg.841d, D.59.122, LXX Jd.19.1, etc.; μηδὲ π. μηδὲ παιδικὸν ἔχειν Mitteis Chr.284.4 (ii B. C.). (Prop. young girl, Ael.Dion.Fr.172; cf. πάλλαξ.)
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, wie πάλλαξ, Kebsweib; Her. 1, 84. 135; Ar. Vesp. 1353; Plat. Legg. VIII, 841 d, Dem. 59, 122 unterscheidet γυνή, die rechtmäßige zum Kinderzeugen geheirathete Gattinn, παλλακὴ τῆς καθ' ἡμέραν θεραπείας τοῦ σώματος ἕνεκα, ἑταίρα ἡδονῆς ἕνεκα.
Greek (Liddell-Scott)
παλλᾰκή: ἡ, = παλλακίς, πολλὰς κουριδίας γυναῖκας, πολλῷ δὲ πλεῦνας παλλακὰς Ἡρόδ. 1. 135, πρβλ. 84., 2. 130, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1353, Ἀντιφῶν 113. 5, Λυσ. 94, 34, κτλ. Ἡ παλλακὴ ἦτο συνήθως αἰχμάλωτος ἢ ἀργυρώνητος δούλη διακρινομένη ἀπό τε τῆς νομίμου συζύγου (ἴδε ἀνωτέρ.), καὶ ἀπὸ τῆς ἑταίρας, Δημ. 1386. 20. (Κυρίως = νέον κοράσιον, ἴδε Παλλάς).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
concubine.
Étymologie: πάλλαξ.