παραναγιγνώσκω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραναγιγνώσκω''': παρὰ μεταγεν. -γῑνώσκω, ἀναγινώσκω, πλησίον [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ [[παραβάλλω]] λόγον τινὰ ἢ ἔγγραφόν τι πρὸς ἕτερον, τοὺς λόγους μου ... π. τοῖς αὐτῶν Ἰσοκρ. 236C· π. τῷ ψηφίσματι τοὺς νόμους Αἰσχίν. 82. 35· οὕτω, π. τὰς συνθήκας τὰς τ’ ἐφ’ ἡμῶν γενομένας καὶ τὰς νῦν Ἰσοκρ. 65D· παρ’ ἃς (δηλ. τὰς μαρτυρίας) παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου Δημ. 315. 21, πρβλ. 712. 9· -Παθ., Πλάτ. Θεαίτ. 172Ε. ΙΙ. ἀναγινώσκω [[δημοσίᾳ]], Πολύβ. 2. 12, 4, κ. ἀλλ., Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 23), καὶ Παθ., τοῦ νόμου παραναγνωσθέντος [[αὐτόθι]] (Γ΄, Μακκ. Α΄, 12). | |lstext='''παραναγιγνώσκω''': παρὰ μεταγεν. -γῑνώσκω, ἀναγινώσκω, πλησίον [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ [[παραβάλλω]] λόγον τινὰ ἢ ἔγγραφόν τι πρὸς ἕτερον, τοὺς λόγους μου ... π. τοῖς αὐτῶν Ἰσοκρ. 236C· π. τῷ ψηφίσματι τοὺς νόμους Αἰσχίν. 82. 35· οὕτω, π. τὰς συνθήκας τὰς τ’ ἐφ’ ἡμῶν γενομένας καὶ τὰς νῦν Ἰσοκρ. 65D· παρ’ ἃς (δηλ. τὰς μαρτυρίας) παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου Δημ. 315. 21, πρβλ. 712. 9· -Παθ., Πλάτ. Θεαίτ. 172Ε. ΙΙ. ἀναγινώσκω [[δημοσίᾳ]], Πολύβ. 2. 12, 4, κ. ἀλλ., Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 23), καὶ Παθ., τοῦ νόμου παραναγνωσθέντος [[αὐτόθι]] (Γ΄, Μακκ. Α΄, 12). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=lire auprès ; lire pour collationner, comparer <i>ou</i> contrôler.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀναγιγνώσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
later παρανα-γῑνώσκω,
A read beside, compare, collate one document with another, τοὺς λόγους ἡμῶν . . π. τοῖς αὑτῶν Isoc.12.17 ; π. τοὺς νόμους τῷ ψηφίσματι Aeschin.3.201 ; so π. τὰς συνθήκας τάς τ' ἐφ' ἡμῶν γενομένας καὶ τὰς νῦν ἀναγεγραμμένας Isoc.4.120 ; παρὰ μαρτυρίας τὰς ῥήσεις D. 18.267, cf. 24.38 ; read as well, τὰ τῶν ἄλλων Στωϊκῶν βιβλία Gal. 5.244 :—Pass., Pl.Tht.172e. II read publicly, Plb.2.12.4, al., LXX 2 Ma.8.23, PGrenf.2.68.16 (iii A.D.) :—Pass., τοῦ νόμου παραναγνωσθέντος LXX 3 Ma.1.12, cf. Ph.2.531.
German (Pape)
[Seite 490] später -γινώσκω (s. γιγνώσκω), neben einander, zur Vergleichung lesen, collationiren, ὑπογραφὴν παραναγιγνωσκομένην, Plat. Theaet. 172 e; παραναγνοίη τὰς συνθήκας Isocr. 4, 120; παρά τι, Dem. 18, 267. 24, 38 u. Folgde, bes. auch dem Richter eine Klage- od. Vertheidigungsschrift vorlesen. Auch = falsch lesen. Pol. S. παραγιγνώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
παραναγιγνώσκω: παρὰ μεταγεν. -γῑνώσκω, ἀναγινώσκω, πλησίον οὕτως ὥστε νὰ παραβάλλω λόγον τινὰ ἢ ἔγγραφόν τι πρὸς ἕτερον, τοὺς λόγους μου ... π. τοῖς αὐτῶν Ἰσοκρ. 236C· π. τῷ ψηφίσματι τοὺς νόμους Αἰσχίν. 82. 35· οὕτω, π. τὰς συνθήκας τὰς τ’ ἐφ’ ἡμῶν γενομένας καὶ τὰς νῦν Ἰσοκρ. 65D· παρ’ ἃς (δηλ. τὰς μαρτυρίας) παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου Δημ. 315. 21, πρβλ. 712. 9· -Παθ., Πλάτ. Θεαίτ. 172Ε. ΙΙ. ἀναγινώσκω δημοσίᾳ, Πολύβ. 2. 12, 4, κ. ἀλλ., Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 23), καὶ Παθ., τοῦ νόμου παραναγνωσθέντος αὐτόθι (Γ΄, Μακκ. Α΄, 12).
French (Bailly abrégé)
lire auprès ; lire pour collationner, comparer ou contrôler.
Étymologie: παρά, ἀναγιγνώσκω.