παράλλαξις: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράλλαξις''': ἡ, [[παραλλαγή]], π. ὀστέων, τὸ ἐπ’ [[ἀλλήλων]] κεῖσθαι, [[οἷον]] ἐπὶ τεθραυσμένων ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762, 775· π. ἔχειν καὶ συμπλοκὴν Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 66· πρβλ. [[παράλλαγμα]]. 2) διαδοχικὴ [[κίνησις]], τῶν σκελῶν Πλουτ. Φιλοπ. 6· ἡ [[δεῦρο]] [[κἀκεῖ]] π. τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. 2. 977Β. ΙΙ μεταβολὴ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]], καὶ [[καθόλου]], [[τροπή]], [[μετατροπή]], Πλάτ. Τίμ. 22D, Πολιτ. 269Ε· παραλλάξεις φρενῶν, παραφρονήσεις, Ἱππ. 396. 16. ΙΙΙ. ἡ ἀμοιβαία [[κλίσις]] δύο γραμμῶν ἀποτελουσῶν γωνίαν, βούλεται δὲ τὰ σκαληνὰ λέγειν [[ἅπερ]] παράλλαξιν ἔχει πρὸς ἄλληλα Θεοφρ. περὶ Αἰσθήσ. 66, Πλούτ. 2. 930Α· - ἐν τῇ Ἀστρονομίᾳ [[παράλλαξις]] [[εἶναι]] [[γωνία]] σχηματιζομένη διὰ γραμμῶν φερομένων ἀπὸ ἀστέρος τινὸς πρὸς τὸ [[κέντρον]] τῆς γῆς καὶ [[πρός]] τι [[σημεῖον]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αὐτῆς, Πτολ., Πρόκλ.· ἀλλ’ ἡ π. τῶν γωνιῶν παρ’ Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2. 4, 8 [[εἶναι]] παραλλαγὴ τῶν γωνιῶν.
|lstext='''παράλλαξις''': ἡ, [[παραλλαγή]], π. ὀστέων, τὸ ἐπ’ [[ἀλλήλων]] κεῖσθαι, [[οἷον]] ἐπὶ τεθραυσμένων ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762, 775· π. ἔχειν καὶ συμπλοκὴν Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 66· πρβλ. [[παράλλαγμα]]. 2) διαδοχικὴ [[κίνησις]], τῶν σκελῶν Πλουτ. Φιλοπ. 6· ἡ [[δεῦρο]] [[κἀκεῖ]] π. τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. 2. 977Β. ΙΙ μεταβολὴ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]], καὶ [[καθόλου]], [[τροπή]], [[μετατροπή]], Πλάτ. Τίμ. 22D, Πολιτ. 269Ε· παραλλάξεις φρενῶν, παραφρονήσεις, Ἱππ. 396. 16. ΙΙΙ. ἡ ἀμοιβαία [[κλίσις]] δύο γραμμῶν ἀποτελουσῶν γωνίαν, βούλεται δὲ τὰ σκαληνὰ λέγειν [[ἅπερ]] παράλλαξιν ἔχει πρὸς ἄλληλα Θεοφρ. περὶ Αἰσθήσ. 66, Πλούτ. 2. 930Α· - ἐν τῇ Ἀστρονομίᾳ [[παράλλαξις]] [[εἶναι]] [[γωνία]] σχηματιζομένη διὰ γραμμῶν φερομένων ἀπὸ ἀστέρος τινὸς πρὸς τὸ [[κέντρον]] τῆς γῆς καὶ [[πρός]] τι [[σημεῖον]] ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αὐτῆς, Πτολ., Πρόκλ.· ἀλλ’ ἡ π. τῶν γωνιῶν παρ’ Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2. 4, 8 [[εἶναι]] παραλλαγὴ τῶν γωνιῶν.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> mouvement alternatif, <i>particul.</i> mouvement régulier de la tête qu’on tourne de droite à gauche;<br /><b>2</b> changement;<br /><b>3</b> <i>t. d’astronomie</i> parallaxe.<br />'''Étymologie:''' [[παραλλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράλλαξις Medium diacritics: παράλλαξις Low diacritics: παράλλαξις Capitals: ΠΑΡΑΛΛΑΞΙΣ
Transliteration A: parállaxis Transliteration B: parallaxis Transliteration C: parallaksis Beta Code: para/llacis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A alternation : overlapping of broken bones, Hp.Fract.15 (pl.); ἡ π. τοῦ ὀστέου ib.35 ; π. ἔχειν πρὸς ἄλληλα καὶ συμπλοκήν Thphr.Sens.66.    2 alternating motion, τῶν σκελῶν Plu.Phil.6 ; ἡ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς Id.2.977b.    II change, deviation, mutation, Pl.Ti.22d, cf. Plt.269e, Placit.1.7.33 (pl.); διαστροφὴ μεγάλη καὶ π. τῆς γωνίας Plu.2.93 oa ; παραλλάξιες φρενῶν mental aberrations, Hp.Acut.(Sp.) 1.    III change of position, τῶν γωνιῶν Arist.Cael.287a18 ; ἡ τοῦ ἡλίου π. D.C.76.13.    2 Astron., parallax, Ptol.Alm.5.11, 9.1, Procl.Hyp.4.53, al.    b φάσις defined as ἡ μετὰ τὴν κρύψιν τοῦ ἡλίου πρώτη . . ἐξ αὐτοῦ π. Phlp. in Mete.76.30.

German (Pape)

[Seite 487] ἡ, Abwechselung, Vertauschung; Plut. τῶν σκελῶν, Philop. 6; ἡ δεῦρο κἀκεῖ τῆς κεφαλῆς π., das Hinundherbewegen, sol. an. 24; – die Abweichung, Plat. Tim. 22 d; ὅτι σμικροτάτην τῆς αὑτοῦ κινήσεως παράλλαξιν, Polit. 269 e; Parallaxe, der Gestirne, Sp., vgl. Plut. fac. orb. lun. 17.

Greek (Liddell-Scott)

παράλλαξις: ἡ, παραλλαγή, π. ὀστέων, τὸ ἐπ’ ἀλλήλων κεῖσθαι, οἷον ἐπὶ τεθραυσμένων ὀστῶν, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762, 775· π. ἔχειν καὶ συμπλοκὴν Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 66· πρβλ. παράλλαγμα. 2) διαδοχικὴ κίνησις, τῶν σκελῶν Πλουτ. Φιλοπ. 6· ἡ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. 2. 977Β. ΙΙ μεταβολὴ ἐπὶ τὸ χεῖρον, καὶ καθόλου, τροπή, μετατροπή, Πλάτ. Τίμ. 22D, Πολιτ. 269Ε· παραλλάξεις φρενῶν, παραφρονήσεις, Ἱππ. 396. 16. ΙΙΙ. ἡ ἀμοιβαία κλίσις δύο γραμμῶν ἀποτελουσῶν γωνίαν, βούλεται δὲ τὰ σκαληνὰ λέγειν ἅπερ παράλλαξιν ἔχει πρὸς ἄλληλα Θεοφρ. περὶ Αἰσθήσ. 66, Πλούτ. 2. 930Α· - ἐν τῇ Ἀστρονομίᾳ παράλλαξις εἶναι γωνία σχηματιζομένη διὰ γραμμῶν φερομένων ἀπὸ ἀστέρος τινὸς πρὸς τὸ κέντρον τῆς γῆς καὶ πρός τι σημεῖον ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αὐτῆς, Πτολ., Πρόκλ.· ἀλλ’ ἡ π. τῶν γωνιῶν παρ’ Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2. 4, 8 εἶναι παραλλαγὴ τῶν γωνιῶν.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 mouvement alternatif, particul. mouvement régulier de la tête qu’on tourne de droite à gauche;
2 changement;
3 t. d’astronomie parallaxe.
Étymologie: παραλλάσσω.