παράλλαγμα
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
-ατος, τό,
A alternation, παραλλάγματα overlapping ends of broken bones, Hp.Art.16.
II difference, variation, Epicur.Nat.Herc.908.1,al., Str.2.1.35 (pl.), Plu.Num. 18; π. μηνιαῖον Gem.8.19, al.; departure from the normal, Metrod. Herc.831.5,7.
German (Pape)
[Seite 487] τό, Abwechselung, Plut. Num. 16 u. a. Sp.; Unterschied, Abstand, Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
succession, échange de choses qui se succèdent.
Étymologie: παραλλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράλλαγμα -ατος, τό [παραλλάττω] geneesk. verschuiving (van gebroken ledematen). verschil:. τὸ παράλλαγμα τῆς ἀνωμαλίας het verschil in ongelijkheid Plut. Num. 18.3.
Russian (Dvoretsky)
παράλλαγμα: ατος τό разница: π. τῆς ἀνωμαλίας ἡμερῶν ἕνδεκα Plut. разница (между солнечным и лунным годами) в одиннадцать дней.
Greek Monolingual
τὸ, Α παραλλάσσω
1. παράλλαξη
2. εναλλαγή, ποικιλία, διαφορά
3. απόκλιση από το κανονικό.
Greek Monotonic
παράλλαγμα: -ατος, τό, παραλλαγή, ποικιλία, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
παράλλαγμα: τό, παράλλαξις, παράλλαγμα ὀστέων, τὰ ἄκρα τεθραυσμένων ὀστῶν, ἅτινα κεῖνται τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792. ΙΙ. ἐναλλαγή, ποικιλία, διαφορά, Στοβ. 87, Πλουτ. Νουμ. 18.
Middle Liddell
παράλλαγμα, ατος, τό,
an interchange, variation, Strab.