παράληρος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράληρος''': -ον, ὁ ἀνοήτως λαλῶν, [[ἄφρων]], παραλαλῶν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 940, Φίλων 1. 387, κλ. ΙΙ ὡς οὐσιαστ., = [[παραλήρησις]], Ἱππ. 1103Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[λῆρος]], «ἡ ἐπιτεταμένη [[βλάβη]] τοῦ νοῦ [[παραφροσύνη]] λέγεται, ἡ δὲ [[μέση]] [[λῆρος]], ἡ δὲ ὑφειμένη [[παράληρος]]». | |lstext='''παράληρος''': -ον, ὁ ἀνοήτως λαλῶν, [[ἄφρων]], παραλαλῶν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 940, Φίλων 1. 387, κλ. ΙΙ ὡς οὐσιαστ., = [[παραλήρησις]], Ἱππ. 1103Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[λῆρος]], «ἡ ἐπιτεταμένη [[βλάβη]] τοῦ νοῦ [[παραφροσύνη]] λέγεται, ἡ δὲ [[μέση]] [[λῆρος]], ἡ δὲ ὑφειμένη [[παράληρος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui déraisonne, qui radote;<br /><b>2</b> <i>t. médic.</i> qui délire ; τὸ παράληρον le délire.<br />'''Étymologie:''' [[παραληρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A raving, delirious, ib.1.2, Ph.1.387, etc. II as Subst., = παραλήρησις, Hp.Epid.3.17.ζ, Suid. s.v. λῆρος.
German (Pape)
[Seite 487] albern redend, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παράληρος: -ον, ὁ ἀνοήτως λαλῶν, ἄφρων, παραλαλῶν, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 940, Φίλων 1. 387, κλ. ΙΙ ὡς οὐσιαστ., = παραλήρησις, Ἱππ. 1103Ε, Σουΐδ. ἐν λέξ. λῆρος, «ἡ ἐπιτεταμένη βλάβη τοῦ νοῦ παραφροσύνη λέγεται, ἡ δὲ μέση λῆρος, ἡ δὲ ὑφειμένη παράληρος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui déraisonne, qui radote;
2 t. médic. qui délire ; τὸ παράληρον le délire.
Étymologie: παραληρέω.