πλατύσημος: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰτύσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) ὁ ἔχων πλατεῖαν παρυφήν, π. [[χιτών]], Λατ. tunica laticlavia, χιτὼν ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, [[μάλιστα]] ὁ τῶν Ρωμαίων γερουσιαστῶν, Διοδ. Ἐκλογ. 535. 69· [[οὕτως]], ἡ π. ἐσθὴς Ἡρῳδιαν. 3. 11· ἀπολ., ἡ π., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12· ἀντίθετον τῷ ἡ [[στενόσημος]], tunica angusticlavia. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν οἵτινες ἐδικαιοῦντο νὰ φορῶσι πλατύσημον ἐσθῆτα, [[χιλίαρχος]] πλ. Συλλ. Ἐπιγ. 1133. 4., 4023, κ. ἀλλ. | |lstext='''πλᾰτύσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) ὁ ἔχων πλατεῖαν παρυφήν, π. [[χιτών]], Λατ. tunica laticlavia, χιτὼν ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, [[μάλιστα]] ὁ τῶν Ρωμαίων γερουσιαστῶν, Διοδ. Ἐκλογ. 535. 69· [[οὕτως]], ἡ π. ἐσθὴς Ἡρῳδιαν. 3. 11· ἀπολ., ἡ π., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12· ἀντίθετον τῷ ἡ [[στενόσημος]], tunica angusticlavia. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν οἵτινες ἐδικαιοῦντο νὰ φορῶσι πλατύσημον ἐσθῆτα, [[χιλίαρχος]] πλ. Συλλ. Ἐπιγ. 1133. 4., 4023, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>propr.</i> « à large insigne » ; ἡ [[πλατύσημος]], laticlave <i>ou</i> robe des sénateurs romains à large bande de pourpre (<i>lat.</i> tunica laticlavia).<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[σῆμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (σῆμα)
A with broad border, π. χιτών, = Lat. tunica laticlavia, D.S.36.7, Str.3.5.1; ἡ π. ἐσθής Hdn.3.11.2; συι θέσεις PHamb.10.15 (ii A.D.): abs., ἡ π. Arr.Epict.1.24.12; cf. στενόσημος. II of those entitled to wear it, χιλίαρχος π., = tribunus laticlavius, IG4.588.4 (Argos, ii A.D.), IGRom.3.554 (Tlos), 889 (Adana).
German (Pape)
[Seite 627] mit breitem Saum, Vorstoß; ἡ πλατύσημος, tunica laticlavia, die römische Senatorentunica mit breitem Purpursaume, Strab. u. Poll.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύσημος: -ον, (σῆμα) ὁ ἔχων πλατεῖαν παρυφήν, π. χιτών, Λατ. tunica laticlavia, χιτὼν ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, μάλιστα ὁ τῶν Ρωμαίων γερουσιαστῶν, Διοδ. Ἐκλογ. 535. 69· οὕτως, ἡ π. ἐσθὴς Ἡρῳδιαν. 3. 11· ἀπολ., ἡ π., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 12· ἀντίθετον τῷ ἡ στενόσημος, tunica angusticlavia. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν οἵτινες ἐδικαιοῦντο νὰ φορῶσι πλατύσημον ἐσθῆτα, χιλίαρχος πλ. Συλλ. Ἐπιγ. 1133. 4., 4023, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. « à large insigne » ; ἡ πλατύσημος, laticlave ou robe des sénateurs romains à large bande de pourpre (lat. tunica laticlavia).
Étymologie: πλατύς, σῆμα.