τόρευμα: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τόρευμα''': τό, [[ἔργον]] τορείας, ἀνάγλυφον (ἴδε [[τορεύω]] ΙΙ), Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε· τορεύματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ Διόδ. 3. 47· ὀστράκινα τ. (ἀντὶ τορνεύματα) Στράβ. 381. ΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 978, [[τόρευμα]] δεινὸν ποδὸς = [[τόρνευμα]], ἡ ταχεῖα [[περιστροφή]], ἴδε Matthiä ἐν τόπῳ· ἀλλ’ ὁ Στρέφ. διώρθωσε [[πόρευμα]].
|lstext='''τόρευμα''': τό, [[ἔργον]] τορείας, ἀνάγλυφον (ἴδε [[τορεύω]] ΙΙ), Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε· τορεύματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ Διόδ. 3. 47· ὀστράκινα τ. (ἀντὶ τορνεύματα) Στράβ. 381. ΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 978, [[τόρευμα]] δεινὸν ποδὸς = [[τόρνευμα]], ἡ ταχεῖα [[περιστροφή]], ἴδε Matthiä ἐν τόπῳ· ἀλλ’ ὁ Στρέφ. διώρθωσε [[πόρευμα]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ciselure en creux <i>ou</i> en relief.<br />'''Étymologie:''' [[τορεύω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόρευμα Medium diacritics: τόρευμα Low diacritics: τόρευμα Capitals: ΤΟΡΕΥΜΑ
Transliteration A: tóreuma Transliteration B: toreuma Transliteration C: torevma Beta Code: to/reuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A embossed work, work in relief (cf. τορεύω 11), in pl., Men.24, Sopat.19; τ. ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ D.S. 3.47; ὀστράκινα τ. Str.8.6.23.    II in E.HF978 τόρ. ευμα (L2P2 ut vid.) is f.l. for τόρνευμα (LP).

German (Pape)

[Seite 1129] τό, erhabene, getriebene Arbeit, ein geschnitztes, getriebenes Kunstwerk, Schnitzwerk, Sopat. bei Ath. 230 e; ein mit dergleichen Arbeit verziertes Gefäß, D. Sic. 3, 47; vgl. auch Strab. 8, 6, 23 p. 381. – Bei Eur. Herc. fur. 978 = τόρνευμα, aber Herm. lies't πόρευμα.

Greek (Liddell-Scott)

τόρευμα: τό, ἔργον τορείας, ἀνάγλυφον (ἴδε τορεύω ΙΙ), Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 4, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 230Ε· τορεύματα ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ Διόδ. 3. 47· ὀστράκινα τ. (ἀντὶ τορνεύματα) Στράβ. 381. ΙΙ. ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 978, τόρευμα δεινὸν ποδὸς = τόρνευμα, ἡ ταχεῖα περιστροφή, ἴδε Matthiä ἐν τόπῳ· ἀλλ’ ὁ Στρέφ. διώρθωσε πόρευμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ciselure en creux ou en relief.
Étymologie: τορεύω.