χρηστηριάζω: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρηστηριάζω''': μέλλ. -άσω, ὡς τὸ [[χράω]] (Γ). Α, δίδω χρησμούς, [[προφητεύω]], τινί Στράβ. 422. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ [[χράομαι]], [[λαμβάνω]] [[χρησμός]], συμβουλεύομαι τὸ [[μαντεῖον]], Ἡρόδ. 1. 55· χρηστηριάζεσθαι ἐν Δελφοῖς 1. 66. πρβλ. 91· χρηστ. θεῷ, ἐρωτῶ θεόν, ὡς τὸ χρήσασθαι θεῷ 7. 178· ἱροῖσι χρηστηρ., διὰ τῆς ἐξετάσεως τῶν, θυμάτων 8. 134· [[οὕτως]], αἰξὶ [[μάλιστα]] χρ. Διόδ. 16. 26· χρ. ἐπί τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 1. 66· [[περί]] τινος, ὡς πρό, τι, ὁ αὐτ. 2. 52· χρ. εἶ.., ἐρωτῶ τὸ [[μαντεῖον]] ἂν …, ὁ αὐτ. 5. 67.
|lstext='''χρηστηριάζω''': μέλλ. -άσω, ὡς τὸ [[χράω]] (Γ). Α, δίδω χρησμούς, [[προφητεύω]], τινί Στράβ. 422. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ [[χράομαι]], [[λαμβάνω]] [[χρησμός]], συμβουλεύομαι τὸ [[μαντεῖον]], Ἡρόδ. 1. 55· χρηστηριάζεσθαι ἐν Δελφοῖς 1. 66. πρβλ. 91· χρηστ. θεῷ, ἐρωτῶ θεόν, ὡς τὸ χρήσασθαι θεῷ 7. 178· ἱροῖσι χρηστηρ., διὰ τῆς ἐξετάσεως τῶν, θυμάτων 8. 134· [[οὕτως]], αἰξὶ [[μάλιστα]] χρ. Διόδ. 16. 26· χρ. ἐπί τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 1. 66· [[περί]] τινος, ὡς πρό, τι, ὁ αὐτ. 2. 52· χρ. εἶ.., ἐρωτῶ τὸ [[μαντεῖον]] ἂν …, ὁ αὐτ. 5. 67.
}}
{{bailly
|btext=rendre un oracle, prophétiser;<br /><i><b>Moy.</b></i> χρηστηριάζομαι consulter un oracle : [[περί]] τινος <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι, au sujet de qch ; θεῷ HDT consulter un dieu ; ἱροῖσι HDT consulter l’oracle en offrant des sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[χρηστήριος]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστηριάζω Medium diacritics: χρηστηριάζω Low diacritics: χρηστηριάζω Capitals: ΧΡΗΣΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: chrēstēriázō Transliteration B: chrēstēriazō Transliteration C: christiriazo Beta Code: xrhsthria/zw

English (LSJ)

   A give oracles, prophesy, τισι Ephor.31(b) J.; χ. τάδε πρὸς τὴν ἐρώτησιν SIG557.6 (Magn.Mae., iii B. C.).    II mostly in Med. (fut. -άσομαι Theopomp.Hist.314), consult an oracle, Hdt.1.55; χρηστηριάζεσθαι ἐν Δελφοῖσι ἐπί τινι ib.66; χ. θεῷ consult a god, Id.7.178; ἱροῖσι χ. by means of victims, Id.8.134; αἰξὶ μάλιστα χ. D.S. 16.26; περί τινος respecting something, Hdt.2.52; χ. εἰ . . to as the oracle whether... Id.5.67; εἰς ἥντινα παρέσονται χώραν Ant.Lib.8.2:—aor. Pass., τῶν βουλομένων -ασθῆναι IG9(2).1109.34 (thessaly, ii/i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel geben, ertheilen, prophezeihen; gew. im med., sich ein Orakel geben lassen, das Orakel befragen, Her. 1, 55; ἐν Δελφοῖς, ἐν Ὀλυμπίᾳ u. vgl., 1, 66. 91 u. öfter; θεῷ, bei einem Gotte anfragen, 7, 178; ἱροῖσι χρηστηριάζεσθαι, ein Opfer befragen, Her. 8, 134; περί τινος, um Etwas, 2, 50; αἰξί D. Sic. 16, 26, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστηριάζω: μέλλ. -άσω, ὡς τὸ χράω (Γ). Α, δίδω χρησμούς, προφητεύω, τινί Στράβ. 422. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ χράομαι, λαμβάνω χρησμός, συμβουλεύομαι τὸ μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 55· χρηστηριάζεσθαι ἐν Δελφοῖς 1. 66. πρβλ. 91· χρηστ. θεῷ, ἐρωτῶ θεόν, ὡς τὸ χρήσασθαι θεῷ 7. 178· ἱροῖσι χρηστηρ., διὰ τῆς ἐξετάσεως τῶν, θυμάτων 8. 134· οὕτως, αἰξὶ μάλιστα χρ. Διόδ. 16. 26· χρ. ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 1. 66· περί τινος, ὡς πρό, τι, ὁ αὐτ. 2. 52· χρ. εἶ.., ἐρωτῶ τὸ μαντεῖον ἂν …, ὁ αὐτ. 5. 67.

French (Bailly abrégé)

rendre un oracle, prophétiser;
Moy. χρηστηριάζομαι consulter un oracle : περί τινος ou ἐπί τινι, au sujet de qch ; θεῷ HDT consulter un dieu ; ἱροῖσι HDT consulter l’oracle en offrant des sacrifices.
Étymologie: χρηστήριος.