ἀποκρύπτω: Difference between revisions
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀποκρύψω, <i>ao.</i> ἀπέκρυψα;<br /><b>I.</b> cacher :<br /><b>1</b> mettre en lieu sûr, soustraire : τινί [[τι]] qch à qqn ; τινα θανάτοιο [[νόσφιν]] ἀ. IL soustraire qqn à la mort;<br /><b>2</b> cacher, couvrir;<br /><b>II.</b> perdre de vue : τινά arriver hors de la vue de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκρύπτομαι cacher, dissimuler, garder secret : [[τι]] qch ; τινά [[τι]] qch à qqn ; ἀ. μὴ ποιεῖν THC dissimuler qu’on fait ; [[πρός]] τινα ἀποκρύψασθαι ISOCR, <i>rar.</i> τινα ἀποκρύπτεσθαι XÉN se cacher de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρύπτω]]. | |btext=<i>f.</i> ἀποκρύψω, <i>ao.</i> ἀπέκρυψα;<br /><b>I.</b> cacher :<br /><b>1</b> mettre en lieu sûr, soustraire : τινί [[τι]] qch à qqn ; τινα θανάτοιο [[νόσφιν]] ἀ. IL soustraire qqn à la mort;<br /><b>2</b> cacher, couvrir;<br /><b>II.</b> perdre de vue : τινά arriver hors de la vue de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκρύπτομαι cacher, dissimuler, garder secret : [[τι]] qch ; τινά [[τι]] qch à qqn ; ἀ. μὴ ποιεῖν THC dissimuler qu’on fait ; [[πρός]] τινα ἀποκρύψασθαι ISOCR, <i>rar.</i> τινα ἀποκρύπτεσθαι XÉN se cacher de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρύπτω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=aor. ἀπέκρυψα, inf. ἀποκρύψαι: [[hide]] [[away]], [[conceal]], Il. 11.718, Il. 18.465, Od. 17.286. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 15 August 2017
English (LSJ)
used by Hom. only in aor. 1, Ep. impf.
A ἀποκρύπτασκε Hes.Th.157:—Pass., aor. -εκρύβην [ῠ] LXXJb.3.23: fut. -κρῠβήσομαι ib.Ps.18(19).6, Gal.UP10.12:—Med., aor.2 -εκρυβόμην Apollod. 3.2.1:—hide from, keep hidden from, c. acc. et gen., αἴ γάρ μιν θανάτοιο . . δυναίμην νόσφιν ἀποκρύψαι Il.18.465: c. dat. pers., ἀπέκρυψεν δέ μοι ἵππους 11.718: c. dupl. acc., hide or keep back from one, οῠτε σε ἀποκρύψω τὴν ἐμὴν οὐσίαν Hdt.7.28; τι ἀπό τινος LXX4 Ki.4.27:— Med., ἀποκρύπτεσθαί τινά τι Pl.Lg.702c, X. Mem.2.6.29, etc.; ἀ. τι keep it back, Pl.Prt.348e, cf. 327a: c. acc. pers., X.Cyr.8.7.23, Smp. 1.6. 2 hide from sight, keep hidden, conceal, Od.17.286, etc.; ἔθηκε νύκτ' ἀποκρύψας φάος Archil.74.3; τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν ἀ. Hdt.7.226; ἀποκρύψει φάος νύξ A.Pr.24; χιὼν ἀ. τι X. An.4.4.11; ἀ. τὴν σοφίαν Pl.Ap.22e; ἀ. τὴν οὐσίαν ἐν ταῖς οἰκίαις Isoc.1.42; εἰς τὸ ἄδηλον -κρύπτων X.Eq.Mag.5.7:—Med., Ar.Eq. 424.483; ἀ. ἑαυτόν efface oneself, Pl.R.393c: c. inf., ἀποκρύπτεσθαί τι μὴ καθ' ἡδονὴν ποιεῖν to conceal one's doing, Th.2.53; περὶ ὧν ἀποκρυπτόμεθα μηδένα εἰδέναι Lys.7.18; pf. Pass. in med. sense, οὐκ ἀποκέκρυπται τὴν οὐσίαν D.28.3: abs., ἀποκρύψασθαι πρός τινα Isoc. 11.2:—Pass., τὸν Ἑλλήσποντον ὑπὸ τῶν ἀποκεκρυμμένον Hdt.7.45; τοὺς ἀποκρυπτομένους those who withdraw from public, Alex. 265. 3 obscure, E.Fr. 153, Arist.Po.1460b4, Alcid.Soph.30, Lib. Or.63.26, Jul.Or.1.44c. II ἀ. γῆν lose from sight, of ships running out to sea, opp. ἀνοίγνυμι 1.3, φεύγειν εἰς τὸ πέλαγος . . ἀποκρύψαντα γῆν Pl.Prt.338a, cf. Lib.Or.59.147; ἐπειδὴ ἀπεκρύψαμεν αὐτούς when we got out of sight of them, Luc.VH2.38, cf. Th.5.65 (sc. αὐτούς) τὴν θάλατταν (i.e. by marching inland) Aristid.1.473 J.; ἀποκρύπτουσι Πελειάδες (sc. ἑαυτούς) disappear, Hes.Fr.179; ἄστερες ἄμφι σελάνναν ἀ. εἶδος Sapph.3; but also Pass. of ships, Hero Aut. 22.5.
German (Pape)
[Seite 309] (ἀποκρύπτασκε Hes. Th. 157), verbergen, verhehlen, Hom. nur aor. I. act., ἀπέκρυψε μοι ἵππους Il. 11, 718; αἲ γάρ μιν δυναίμην θανάτοιο νόσφιν ἀποκρύψαι 18, 465; γαστέρα ἀποκρύψαι Od. 17, 286; verdunkeln, σοφίαν Plat. Apol. 22 d; ἀποκεκρυμμένη, verborgen, Phaedr. 273 c; χιὼν ἀπέκρυψε τὰ ὅπλα Xen. An. 4, 4, 11; τὸν ἥλιον ἀποκρύπτειν, die Sonne verdunkeln, Her. 7, 226; καὶ καταλῦσαι τοὺς λόγους Alcidam. sophist. 678, 30; ἀποκρύπτειν γῆν, von Schiffen, die absegeln, das Land aus dem Gesicht verlieren, Plat. Prot. 338 a; Luc. V. Hist. 2, 38; absolut, ἀναχωροῦντες ἀπέκρυψαν, sie waren aus dem Gesicht, Thuc. 5, 65. – Am gew. med., sich oder das Seinige verbergen, verheimlichen, Her. 7, 28; ἑαυτόν Plat. Rep. III, 393 c; ἀδυναμίαν, τέχνην, Gorg. 492 a Prot. 348 e; ἀποκρυπτόμενος im Ggstz von κατατιθεὶς εἰς τὸ μέσον Phil. 14 b; τινά τι, σφὼ τὸ ἐμοὶ ξυμβαῖνον Legg. III, 702 c; μὴ ἀποκρύπτου με, οἷς ἂνβούλοιο φίλος γενέσθαι Xen. Mem. 2, 6, 29; ἀποκέκρυπται τὴν οὐσίαν Dem. 28, 3; περὶ ὧν ἀποκρυπτόμεθα μηδένα εἰδέναι Lys. 7, 18; Thuc. 2, 53 ἀπεκρύπτετο, μὴ καθ' ἡδονὴν ποιεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρύπτω: μέλλ. -ψω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ἀλλ. Ἐπ. παρατ. ἀποκρύπτασκε εὕρηται παρ’ Ἡσ. Θ. 157: Παθ. ἀόρ. -εκρύβην [ῠ]: μέλλ. -κρῠβήσομαι Ἑβδ. κτλ. Κρύπτω ἀπό τινος, διατηρῶ τι κεκρυμμένον ἀπό τινος, μετ. αἰτ. καὶ γεν., αἴ γάρ μιν θανάτοιο... δυναίμην νόσφιν ἀποκρύψαι Ἰλ. Σ. 465· μετὰ δοτ. προσώπ., ἀπέκρυψεν δέ μοι ἵππους Λ. 717: - μεταγεν. μ. διπλ. αἰτ., ὡς τὸ Λατ. celare aliquem aliquid, κρύπτω ἢ φυλάττω τι κεκρυμμένον ἀπό τινος, ἀποκρύπτω, οὔτε σε ἀποκρύψω τὴν ἐμὴν οὐσίην Ἡρόδ. 7. 28· τι ἀπό τινος Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄. δ΄, 27): - Μέσ., ἀποκρύπτεσθαί τινά τι Πλάτ. Νόμ. 702B, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 29. κτλ. ἀπ. τι, φυλάττω τι μυστικόν, Πλάτ. Πρωτ. 348E, πρβλ 327B. 2) ἀποκρύπτω ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀπὸ τῆς ὄψεως, κρύπτω, Ὀδ. Ρ. 286, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ἔθηκε νύκτ’ ἀποκρύψας φάος Ἀρχίλ. 74 (31)· τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀστῶν ἀπ. Ἡρόδ. 7. 226· ἀποκρύψει φάος νὺξ Αἰσχύλ. Πρ. 24· χιὼν ἀπ. τι Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· ἀπ. τὴν σοφίαν Πλάτ. Ἀπολ. 22D· ἀπ. τι ἔν τινι Ἰσοκρ. 11B· εἴς τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 424, 483, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 7: - Μέσ., μετ’ ἀπαρ., ἀποκρύπτεσθαι μὴ ποιεῖν τι, ἀποκρύπτω τὰς πράξεις μου, Θουκ. 2. 53· περὶ ὧν ἀποκρυπτόμεθα μηδένα εἰδέναι Λυσ. 110. 2· ὁ παθ. πρκμ. ἔχει τὴν αὐτὴν σημασ. παρὰ Δημ. 836. 19, οὐκ ἀποκέκρυπται τὴν οὐσίαν: - Παθ., τὸν Ἑλλήσποντον ὑπὸ τῶν νεῶν ἀποκεκρυμμένον Ἡρόδ. 7. 45· τοὺς ἀποκρυπτομένους, ἐκείνους οἵτινες ἀποσύρονται ἀπὸ τοῦ δημοσίου, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 8. 3) ἀμαυρῶ, σκιάζω, Εὐρ. Ἀποσπ. 152· ἡ πλημμέλεια ἐκείνην τὴν σοφίαν ἀπ. Πλάτ. Ἀπολ. 22D. ΙΙ. ἀπ. γῆν, χάνω ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου τὴν γῆν, ἐπὶ πλοίων ἀποπλεόντων εἰς τὸ πέλαγος, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Phaeacum abscondimus arces, ἀντίθετον τῷ ἀνοίγνυμι (Ι. 3), φεύγειν εἰς τὸ πέλαγος… ἀποκρύψαντα γῆν Πλάτ. Πρωτ. 338A· ἐπειδὴ ἀπεκρύψαμεν αὐτούς, ὅτε δὲν ἐβλέπομεν πλέον αὐτούς, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38: - οὕτω πιθ. αὐτοὺς (δηλ. τοὺς Ἀργείους) πρέπει νὰ ὑπονοηθῇ ἐν Θουκ. 5. 65· καὶ ἐν Ἡσ. Ἀποσπ. 44 (Γαισφ.) ἔχομεν ἀποκρύπτουσι Πελειάδες (ἐνν. ἑαυτάς), ἐξαφανίζονται.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποκρύψω, ao. ἀπέκρυψα;
I. cacher :
1 mettre en lieu sûr, soustraire : τινί τι qch à qqn ; τινα θανάτοιο νόσφιν ἀ. IL soustraire qqn à la mort;
2 cacher, couvrir;
II. perdre de vue : τινά arriver hors de la vue de qqn;
Moy. ἀποκρύπτομαι cacher, dissimuler, garder secret : τι qch ; τινά τι qch à qqn ; ἀ. μὴ ποιεῖν THC dissimuler qu’on fait ; πρός τινα ἀποκρύψασθαι ISOCR, rar. τινα ἀποκρύπτεσθαι XÉN se cacher de qqn.
Étymologie: ἀπό, κρύπτω.
English (Autenrieth)
aor. ἀπέκρυψα, inf. ἀποκρύψαι: hide away, conceal, Il. 11.718, Il. 18.465, Od. 17.286.