ἄχθομαι: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀχθέσομαι <i>ou</i> ἀχθεσθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠχθέσθην]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> être chargé : [[νηῦς]] ἤχθετο τοῖσι OD le navire était alourdi par leur poids;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être accablé, souffrir : ἤχθετο [[κῆρ]] IL son cœur était accablé ; ἄχθεσθαι [[ἕλκος]] IL souffrir d’une blessure ; ἄχθεσθαι ὀδύνῃσι IL être accablé de chagrins ; <i>en gén.</i> ἄχθεσθαι τινί, [[ἐπί]] τινι, [[περί]] τινος être importuné de qqn <i>ou</i> de qch, supporter qqn <i>ou</i> qch avec peine : ἤχθετο δαμναμένους IL il s’irritait de les voir vaincus ; οὐδὲν ἤχθετο ἐκείνων πολεμούντων XÉN il ne lui était nullement désagréable de les voir s’engager dans la guerre ; ἐγὼ [[ἄχθομαι]] τρέφων [[ὑμᾶς]] XÉN je suis fâché de vous nourrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]]. | |btext=<i>f.</i> ἀχθέσομαι <i>ou</i> ἀχθεσθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠχθέσθην]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> être chargé : [[νηῦς]] ἤχθετο τοῖσι OD le navire était alourdi par leur poids;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être accablé, souffrir : ἤχθετο [[κῆρ]] IL son cœur était accablé ; ἄχθεσθαι [[ἕλκος]] IL souffrir d’une blessure ; ἄχθεσθαι ὀδύνῃσι IL être accablé de chagrins ; <i>en gén.</i> ἄχθεσθαι τινί, [[ἐπί]] τινι, [[περί]] τινος être importuné de qqn <i>ou</i> de qch, supporter qqn <i>ou</i> qch avec peine : ἤχθετο δαμναμένους IL il s’irritait de les voir vaincus ; οὐδὲν ἤχθετο ἐκείνων πολεμούντων XÉN il ne lui était nullement désagréable de les voir s’engager dans la guerre ; ἐγὼ [[ἄχθομαι]] τρέφων [[ὑμᾶς]] XÉN je suis fâché de vous nourrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ἄχθος]]), ipf. [[ἤχθετο]] (see [[also]] [[ἔχθομαι]]): (1) be laden; [[νηῦς]] [[ἤχθετο]] τοῖσι νέεσθαι, Od. 15.457†.—(2) be distressed, afficted; ὀδύνῃσι, Il. 5.354; [[κῆρ]], ‘at [[heart]],’ and w. obj. ([[cognate]]) acc., [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], distressed ‘by,’ Il. 5.361, cf. Il. 13.352. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
Pass.: fut. Med.
A ἀχθέσομαι Ar.Nu.865,1441, Av.84, Pl.R.603e, Hp.Ma.292e; Pass., ἀχθεσθήσομαι And.3.21, Pl.Grg. 506c, v.l. in X.Cyr.8.4.10, (συν-) Aeschin.3.242: pf. ἤχθημαι Lyc. 827: aor. ἠχθέσθην Hdt.2.103, A.Pr.392, Th.6.15, Isoc.12.17:—to be loaded, ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο Od.15.457: c. gen., τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη Xenoph.1.10: c. dat., ἐλάτην . . ἀχθομένην ὄζοις A.R.1.1191. II mostly of mental oppression, to be vexed, grieved:—Constr.: abs., ἤχθετο γὰρ κῆρ Il.11.274, cf. A.Pr.392; ὅτῳ μὴ ἀχθομένῳ εἴη (constr. like ἀσμένῳ, βουλομένῳ ἐστί) X.Cyr.4.5.21; ἀχθομένην ὀδύνησι Il.5.354; ἄ. τινί at a thing, or with a person, Hdt. 2.103, 3.1, al., Ar.Ach.62, Pax 119, Th.6.28, etc.; μοι μὴ ἄχθεσθε λέγοντι τἀληθῆ Pl.Ap.31e, cf. Men.99e: with Preps., ἐπί τινι X.HG 7.1.32, etc.; ἐφ' ἑκάστου Pl.Prm.130a; περὶ τῶν νεῶν Hdt.8.99; ὑπέρ τινος Ar.Lys.10, Pl.Ap.23e; διά τινα Isoc.12.17: also c.acc., λίην ἄχθομαι ἕλκος Il.5.361: c. neut. Adj., τοῦτο X.An.3.2.20; μεῖζον Pl. Smp.216c: c. gen., τῆς οἰκίας Plu.Publ.10: c. part., either of subject, οὐκ ἄχθομαί σ' ἰδών τε καὶ λαβὼν φίλον S.Ph.671, cf. Ar.Pl.234, Th.1.92, X.Cyr.3.3.20, Pl.Prt.342c, etc.; or of object, ἤχθετο δαμναμένους at their being conquered, Il.13.352; Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ' ἄ. Eup.43: but the part. of the object is also put in gen., οὐδὲν ἤχθετο αὐτῶν πολεμούντων he had no objection to... X.An.1.1.8, cf. Th.1.95: folld. by a relat. clause, ἄ. εἰ... or ἤν... E.IA1413, Th.8.109, Pl.Hp.Ma.292e; less freq. ἄ. ὅτι . . Ar.Pl.899, X.Cyr.3.3.13, Pl.R.549c.
German (Pape)
[Seite 418] (ἄχθος), eigtl. pass., fut. ἀχθέσομαι Ar. Nubb. 852. 1432; Plat. Rep. X. 603 e, v. l. ἀχθεσθήσομαι; Hipp. mai. 292 e; nach den Atticisten unattisch ἀχθεσθήσομαι, Andoc. 3, 21; Plat. Gorg. 506 c; Xen. Cyr. 8, 4, 10; Aeschin. u. Folgde; aor. ἠχθέσθην; – 1) belastet, beschwert sein; νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι, ihr Schiff war zur Abfahrt befrachtet, Od. 15, 457; übertr., ἀχθομένην ὀδύνῃσι, mit Schmerzen beladen, Il 5, 354; ἄχθομαι ἕλκος, ich bin (in Beziehung auf) durch die Wunde belästigt, 5, 361; ἤχθετο κῆρ, er empfand Schmerz im Herzen, 11, 274. 400; von Gemüthszuständen, sich belästigt fühlen, unwillig, betrübt sein über etwas, zürnen auf Einen, neben βαρέως φέρω Ar. Eccl. 174; Ggstz ἥδομαι Xen. Hell. 5, 2, 7; am gewöhnlichsten τινί, τοῖς παροῦσι, Soph. Phil. 970; τῇ πλάνῃ Her. 2, 103; τῷ δεσπότῃ Plat. Gorg. 510 d; τοῖς πρέσβεσι Ar. Ach. 62; οἱ μάλιστα τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι Thuc. 6, 28; τοῖς γεγενημένοις Xen. An. 7. 6, 10; ἐπί τινι; von Sachen, ἐπὶ τῷ φρονήματι Hell. 7, 1, 32, wie Mem. 2, 4. 3 u. oft Plut.; seltener ἐφ' ἑκάστου, Plat. Parm. 130 a; περί τινος Her. 8, 99; ὑπέρ τινος. sich in Jemandes Namen ärgern, Ar. Lys. 10; Plat. Apol. 23 e; mit acc., wie oben ἕλκος, so τοῦτο, ὅτι, Xen. An. 3, 2, 20, wozu noch ein partic. tritt, ἤχθετο δαμναμένους. er betrübte sich, daß sie besiegt würden, Il. 13, 352; Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντα Eupol. beim Schol. zu d. St.; τοιούτους κωμῳδουμένους Xen Ath. 2, 18; mit gen. abs., ἤχθετο ἐκείνων πολεμούντων An. 1, 1. 8; ἄχθομαι ἰδών, es ist mir unangenehm zu sehen, daß ich sehe, Soph. 671; ἄχθομαι ἁμαρτάνων, ich ärgere mich, daß ich verfehle, Thuc. 1, 92; ἄχθομαι εἰσιών Ar. Plut. 234; λάθρα συγγινόμενοι Plat. Prot. 342 c; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 20; umgekehrt, οὐκ ἀχθόμενοι πλανώμεθα, nicht ungern, 1, 3, 5. Sonst folgen noch ὅτι, Ar. Plut. 899; Xen. Cyr. 3, 3, 13; εἰ, ἐάν, Xen. Cyr. 8, 4, 9; Eur. I. A. 1414. Erst Sp., wie Plut., haben auch den bloßen gen.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχθομαι: παθ. μέσ. μέλλ. ἀχθέσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 865, 1441, Ὄρν. 84, Πλάτ. Πολ. 603Ε, Ἱππ. Μείζ. 292Ε (μετὰ διαφ. γραφ. ἀχθήσομαι)· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀχθεσθήσομαι, Ἀνδοκ. 26. 7, Πλάτ. Γοργ. 506C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 10 (συν-) Αἰσχίν. 88. 23· πρκμ. ἤχθημαι Λυκόφρ. 827· ἀόρ. ἠχθέσθην Ἡρόδ. 2. 103, Αἰσχύλ. Πρ. 390, Θουκ. (ἴδε ἐν λ. ἄγχω). Βαρύνομαι διὰ φορτίου, φορτώνομαι, ὅτε δή κοίλη νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι, ἐφορτώθη πρὸς ἀπόπλουν, Ὀδ. Ο. 457· μετὰ γεν., τράπεζα τυροῦ καί μέλιτος πίονος ἀχθομένη Ξενοφάν. 1. 10· μετὰ δοτ., ἐλάτην... ἀχθομένην ὄζοις Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1191. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ψυχικοῦ ἄχθους, ἀνιῶμαι, λυποῦμαι, δυσθύμως ἔχω, στενοχωροῦμαι: ― Σύνταξις: ἀπόλ., ἤχθετο γάρ κῆρ Ἰλ. Λ. 274, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 390· ὅτῳ μή ἀχθομένῳ εἴη (συντάσσ. ὡς τὸ ἀσμένῳ, βουλομένῳ ἐστί), Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· ὡσαύτως ἀχθομένην ὀδύνῃσι Ἰλ. Ε. 354· ἀλλ. ἄχθ. τινι, ἐπί τινι ἢ ἐναντίον προσώπου τινός, Ἡρόδ. 2. 103., 3. 1, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 62, Εἰρ. 119, Θουκ. 6. 28, κτλ.· μή μοι ἄχθεσθε λέγοντι τἀληθῆ Πλάτ. Ἀπολ. 31Ε· ὡσαύτως, ἐπὶ τινι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 32, κτλ.· ἐπὶ τινος Πλάτ. Παρμ. 130Α· περί τινος Ἡρόδ. 8. 99· ὑπέρ τινος Ἀριστοφ. Λυσ. 10, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε· διά τινα Ἰσοκρ. 236C: - ὡσαύτως μετ’ αἰτ., λίην ἄχθομαι ἕλκος Ἰλ. Ε. 361· οὕτω μετ’ οὐδετέρ. ἐπίθ., τοῦτο Ξεν. Ἀν 3. 2, 20· μεῖζον Πλάτ. Συμπ. 216C· μετὰ γεν., τῆς οἰκίας Πλουτ. Ποπλ. 10:- ὡσαύτως μετὰ μετοχ. ἢ τοῦ ὑποκειμένου, ὡς οὐκ ἄχθομαί σ’ ἰδών τε καὶ λαβών φίλον Σοφ. Φ. 671, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 234. Θουκ. 1. 92, κτλ., ἤ τοῦ ἀντικειμένου, ἤχθετο δαμναμένους, ὅτι ἐνικῶντο, Ἰλ. Ν. 353· Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ’ ἄχθομαι Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 7· ἀλλ’ ἡ μετοχὴ τοῦ ἀντικειμένου τίθεται ὡσαύτως κατὰ γεν., οὐδὲν ἤχθετο αὐτῶν πολεμούντων Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8, πρβλ. Θουκ. 1. 95· καὶ ἐνίοτε μετὰ δοτ., ὅδε σοι ἄχθεται λέγοντι Πλάτ. Μένων 99Ε· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἄχθ. εἰ…, ἤ ἤν..., Εὐρ. Ι. Α. 1414, Θουκ. 8. 109, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292Ε· ἧττον συχνῶς, ἄχθ. ὅτι..., Ἀριστοφ. Πλ.· 899, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 13, Πλάτ. Πολ. 549G.
French (Bailly abrégé)
f. ἀχθέσομαι ou ἀχθεσθήσομαι, ao. ἠχθέσθην, pf. inus.
1 être chargé : νηῦς ἤχθετο τοῖσι OD le navire était alourdi par leur poids;
2 fig. être accablé, souffrir : ἤχθετο κῆρ IL son cœur était accablé ; ἄχθεσθαι ἕλκος IL souffrir d’une blessure ; ἄχθεσθαι ὀδύνῃσι IL être accablé de chagrins ; en gén. ἄχθεσθαι τινί, ἐπί τινι, περί τινος être importuné de qqn ou de qch, supporter qqn ou qch avec peine : ἤχθετο δαμναμένους IL il s’irritait de les voir vaincus ; οὐδὲν ἤχθετο ἐκείνων πολεμούντων XÉN il ne lui était nullement désagréable de les voir s’engager dans la guerre ; ἐγὼ ἄχθομαι τρέφων ὑμᾶς XÉN je suis fâché de vous nourrir.
Étymologie: ἄχθος.
English (Autenrieth)
(ἄχθος), ipf. ἤχθετο (see also ἔχθομαι): (1) be laden; νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι, Od. 15.457†.—(2) be distressed, afficted; ὀδύνῃσι, Il. 5.354; κῆρ, ‘at heart,’ and w. obj. (cognate) acc., ἄχθομαι ἕλκος, distressed ‘by,’ Il. 5.361, cf. Il. 13.352.