δέμας: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(τό) :<br /><i>seul. sg. nom. et acc.</i><br /><b>1</b> corps, taille, stature ; <i>joint à un gén. ou à un adj.</i> οἰκετῶν [[δέμας]] SOPH = οἰκεταί, les serviteurs ; μητρῷον [[δέμας]] <i>acc.</i> ESCHL = μητέρα, mère ; cadavre;<br /><b>2</b> <i>adv.</i> à la façon de : [[δέμας]] πυρὸς αἰθομένοιο IL à la façon d’un feu qui brûle.<br />'''Étymologie:''' R. Δεμ, construire ; cf. [[δέμω]], [[δόμος]], <i>lat.</i> domus. | |btext=(τό) :<br /><i>seul. sg. nom. et acc.</i><br /><b>1</b> corps, taille, stature ; <i>joint à un gén. ou à un adj.</i> οἰκετῶν [[δέμας]] SOPH = οἰκεταί, les serviteurs ; μητρῷον [[δέμας]] <i>acc.</i> ESCHL = μητέρα, mère ; cadavre;<br /><b>2</b> <i>adv.</i> à la façon de : [[δέμας]] πυρὸς αἰθομένοιο IL à la façon d’un feu qui brûle.<br />'''Étymologie:''' R. Δεμ, construire ; cf. [[δέμω]], [[δόμος]], <i>lat.</i> domus. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[δέμω]]): [[frame]], [[build]] of [[body]]; joined [[with]] [[εἶδος]], [[φυή]], and freq. [[with]] adjectives as acc. of specification, [[μῖκρός]], [[ἄριστος]], etc.—As adv., [[like]] (instar), μάρναντο [[δέμας]] πυρὸς αἰθομένοιο, Il. 11.596. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
τό, (δέμω)
A bodily frame, usu. of man, Hom. (v. infr.); rarely of other animals, Od.10.240, Pi.O.1.20; prop. the living body, but also of a corpse, νεκρὸν δ. Batr.106, cf. S.Ant.205, E.Or.40, 1066, Sch. Ven.Il.1.115.—Hom. uses it only in acc. sg., usu. abs., μικρὸς δ. small in stature, Il.5.801; ἄριστος εἶδός τε δ. τε Od.8.116; δέμας ἐϊκυῖα θεῇσιν Il.8.305; δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Od.8.14; οὐ . . ἐστι χερείων οὐ δέμας οὐδὲ φυήν Il.1.115, cf. Od.5.212; δέμας καὶ εἶδος ἀγητός Il.24.376, cf. Od.18.251; χαρίεσσα δέμας Hes.Th.260; Κλύμενον . . ἀμώμητον δ. B.5.147: nom. in later poets, as S.OC110, 501, etc.: dat. δέμαϊ Pi.Pae.6.80. 2 in Lyr. and Trag. as a periphrasis, Ἀστερίας δ., the island of Delos, ib.5.42; κτανεῖν μητρῷον δ. A. Eu.84; οἰκετῶν δ. S.Tr.908; Ἡράκλειον δ. E.HF1037 (lyr.); οἰνάνθης δ., i.e. the vine-shoot, S.Fr.255.4; ἀστερωπὸν οὐρανοῦ δ. v.l. in Critias 25.33 D.; Δάματρος ἀκτᾶς . . δ., i.e. bread, E.Hipp.138: in later Ep., ὕλης δ. Orph.L.238. 3 Com., = πόσθη, Pl.Com.173.10. II as Adv., δέμας πυρὸς αἰθομένοιο in form or fashion like burning fire, Il.11.596, cf. 17.366.
German (Pape)
[Seite 544] τό, nur nom. u. acc., 1) der Körperbau, Statur des Menschen (δέμω, nicht von δέω, wie Plut. bei Stob. ὡς δεδεμένης ὑπ' αὐτοῦ τῆς ψυχῆς βίᾳ); neben φυή Il. 1, 115 Od. 7, 210; neben εἶδος Od. 11, 469 Iliad. 24, 376; häufig neben adj., μικρὸς δέμας, klein von Statur, Iliad. 5, 801; Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δἔμας ἠδὲ καὶ αὐδήν Od. 2, 268; gew. von lebenden Menschen, Lehrs Aristarch. p. 95; seltener von Thieren, Od. 10, 240. 17, 307; wie ἀκέντητον δέμας Pind. Ol. 1, 20; vom Fisch Anaxandr. Ath. VII, 295 e; vom Leichnam Soph. Ant. 205; vgl. Schol. Il. 1, 115. – 2) übh. der Körper, bes. Tragg. in Umschreibungen, μητρῷον δέμας, = μητέρα, Aesch. Eum. 84; Δανάας δέμας Soph. Ant. 936; οἰκετῶν Tr. 904; oft Eur., z. B. Or. 107 El. 1139; τὸ ἀστερωπὸν οὐρανοῦ δέμας Eur. frg.; ὕλης δέμας Orph. lith. 266. – 3) adverbial, nach Art, instar, οἱ μὲν μἀρναντο δέμας πυρὸς (αἰθομένοιο) Il. 11, 596. 13, 673. 17, 366. 18, 1; Soph. frg. 239. – 4) das männliche Glied, Plat. com. bei Ath. I, 5 c.
Greek (Liddell-Scott)
δέμας: τό, (ἴδε δέμω)· - τὸ σῶμα, δηλ. ἡ μορφὴ ἢ τὸ ἀνάστημα τοῦ ἀνθρώπου, συχν. παρ’ Ὁμ.· σπανίως ἐπὶ ἄλλων ζῴων, Ὀδ. Κ. 240, Πίνδ. Ο. 1. 32· - κυρίως, τὸ ζῶν σῶμα, τὸ δὲ πτῶμα λέγεται σῶμα· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ πτώματος, Σοφ. Ἀντ. 205, Εὐρ. Ὀρ. 40, 1066, ἴδε Σχόλ. Βεν. Ἰλ. Α. 115. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μόνον κατ’ αἰτιατ. ἑνικ., καὶ τὸ πλεῖστον ἀπολ., μικρὸς δέμας, μικρὸς τὸ ἀνάστημα, ἄριστος δέμας, δέμας ἄνδρεσσι ἐΐκτην, δέμας ἀθανάτοισι ἔοικε, κτλ.· οὕτως ὡσαύτως συνημμένον μὲ ἄλλας λέξεις, οὐ… ἐστι χερείων οὐ δέμας οὐδὲ φυὴν Ἰλ. Α. 115, πρβλ. Ὀδ. Ε. 212· δέμας καὶ εἶδος ἀγητὸς Ω. 376, πρβλ. Ὀδ. Σ. 251. Παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγρ. διαμένει ἄκλιτ., ἂν καὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ καὶ οὗτοι ὡς ὀνομαστ., Σοφ. Ο. Κ. 110, 501, κτλ. 2) παρὰ Τραγ. συχνάκις ὡς περίφρασις, ὡς τὸ κάρα, οἷον κτανεῖν μητρῷον δ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 84· οἰκετῶν δ. Σοφ. Τρ. 908· Ἡράκλειον δ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1036· οἰνάνθης δ., ὃ ἐ. ὁ οἶνος, Σοφ. Ἀποσπ. 239· Δάματρος ἀκτᾶς… δ., δηλ. ἄρτος, Εὐρ. Ἱππ. 138. 3) παρὰ κωμ. = πόσθη, Πλάτ. Κωμ. Φαων. 1. 10, πρβλ. Valck Ἀδων. 222Α. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., δέμας πυρὸς αἰθομένιο, ἐν μορφῇ ἢ ὁμοίως πρὸς πῦρ καιόμενον, Λατ. instar ignis, Ἰλ. Λ. 596, πρβλ. Ρ. 366.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. sg. nom. et acc.
1 corps, taille, stature ; joint à un gén. ou à un adj. οἰκετῶν δέμας SOPH = οἰκεταί, les serviteurs ; μητρῷον δέμας acc. ESCHL = μητέρα, mère ; cadavre;
2 adv. à la façon de : δέμας πυρὸς αἰθομένοιο IL à la façon d’un feu qui brûle.
Étymologie: R. Δεμ, construire ; cf. δέμω, δόμος, lat. domus.
English (Autenrieth)
(δέμω): frame, build of body; joined with εἶδος, φυή, and freq. with adjectives as acc. of specification, μῖκρός, ἄριστος, etc.—As adv., like (instar), μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο, Il. 11.596.