δοκεύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=observer, épier, attendre comme en embuscade, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Δοκ, cf. [[δοκέω]].
|btext=observer, épier, attendre comme en embuscade, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Δοκ, cf. [[δοκέω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. [[part]]. δοκεύσᾶς, [[mid]]. perf. [[δεδοκημένος]]: [[observe]] [[sharply]], [[watch]]; τινά, Ψ 32, Od. 5.274; abs., ἑστήκει [[δεδοκημένος]], ‘on the [[watch]],’ Il. 15.730.
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκεύω Medium diacritics: δοκεύω Low diacritics: δοκεύω Capitals: ΔΟΚΕΥΩ
Transliteration A: dokeúō Transliteration B: dokeuō Transliteration C: dokeyo Beta Code: dokeu/w

English (LSJ)

   A keep an eye upon, watch narrowly, ἑλισσόμενόν τε δοκεύει [the hound] watches [the boar] turning to bay, Il.8.340; Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας having watched for his turning round, 13.545; Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας 16.313; τὸνπροὔχοντα δοκεύει watches him that is before [in the race], 23.325; of the Great Bear, ἥ τ' . . Ὠρίωνα δοκεύει watches the hunter Orion, 18.488; λόχμαισι δ. lie in wait for [them] in... Pi.O.10(11).30, cf. AP6.45, Theoc.9.26; νιν . . ὄψεται δοκεύοντα will see him playing the spy, E.Ba.984 (lyr.); ἃ μὴ θέμις οὐκ ἐδόκευσα sought not for, IG14.2068.    2 expect, c. acc., Arat.987, al.: c. gen., ἀνέμοιο γαληναίης τε δ. Id.813.    3 in later Poets, observe, see, Nonn.D.1.530, al., AP5.252 (Iren.), Man.6.142; also, think, Orph.A.891,1083.

German (Pape)

[Seite 652] (mit δέχομαι verwandt), aufpassen, auflauern, Achtung geben, τινά oder τί, auf Jemanden (Etwas), Ap. Lex. Hom. p. 50, 14 δοκεαει· ἐπιτηρεῖ Hom. Iliad. 8, 340. 13, 545. 16, 313. 18, 488. 23, 325 Odyss. 5, 274. – Folgende: λόχμαισι δοκεύσαις ἐδάμασεν αὐτοὺς Ἡρακλῆς Pind. Ol. 11, 30; Eur. Bacch. 982 u. sp. D., wie Theocr. 21, 42 Ap. Rh. 2, 1569, die es auch wie Nonn. und Col. in der Bdtg »meinen«, »betrachten«, »sehen« gebrauchen; vgl. Iul. Aeg. 38 (IX, 763); oft Christod. ecphr.

Greek (Liddell-Scott)

δοκεύω: (δέχομαι) τηρῶ, παρατηρῶ, παραφυλάττω, ἑλισσόμενόν τε δοκεύει ὁ κύων, προφυλακτικῶς παρατηρεῖ τὸν κάπρον στρεφόμενον, Ἰλ. Θ. 340· οὕτω, Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας Ν. 545· Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας Ζ. 313 τὸν προύχοντα δοκεύει, παρατήρει τὸν πρὸ αὐτοῦ ἐν τῷ δρομικῷ ἀγῶνι, Ψ. 325· ἐπὶ τῆς μεγάλης Ἄρκτου, ἢ τ’… Ὠρίωνα δοκεύει, παραφυλάττει τὸν κυνηγὸν Ὠρίωνα, Ἰλ. Σ. 488. Ὀδ. Ε. 274· λόχμαισι δ., ἐνεδρεύει αὐτοὺς ἐν…, Πίνδ. Ο. 10. 36 (9. 30)· νιν. ὄψεται δοκεύοντα, θὰ ἴδη αὐτὸν κατασκοπεύοντα, κατοπτεύοντα. Εὐρ. Βάκχ. 984· ἃ μὴ θέμις οὐκ ἐδόκευσα, δὲν ἐπετηρῶ, βλέπω, συχν. παρὰ Νόνν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ.· ὡσαύτως, σκέπτομαι, Ὀρφ. Ἄργον. 894.

French (Bailly abrégé)

observer, épier, attendre comme en embuscade, acc..
Étymologie: R. Δοκ, cf. δοκέω.

English (Autenrieth)

aor. part. δοκεύσᾶς, mid. perf. δεδοκημένος: observe sharply, watch; τινά, Ψ 32, Od. 5.274; abs., ἑστήκει δεδοκημένος, ‘on the watch,’ Il. 15.730.