χρησμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> réponse d’un oracle;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> déclaration certaine.<br />'''Étymologie:''' [[χράω]]³.
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> réponse d’un oracle;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> déclaration certaine.<br />'''Étymologie:''' [[χράω]]³.
}}
{{Slater
|sltr=[[χρησμός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[prophecy]] σὲ δ' ἐν [[τούτῳ]] λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ (P. 4.60)
}}
{{Slater
|sltr=[[χρησμός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[prophecy]] σὲ δ' ἐν [[τούτῳ]] λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ (P. 4.60)
}}
}}

Revision as of 13:08, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμός Medium diacritics: χρησμός Low diacritics: χρησμός Capitals: ΧΡΗΣΜΟΣ
Transliteration A: chrēsmós Transliteration B: chrēsmos Transliteration C: chrismos Beta Code: xrhsmo/s

English (LSJ)

ὁ, (χράω (B) A)

   A oracular response, oracle, Pi.P.4.60, SIG1044.49 (Halic., iv/iii B. C.), etc.; χ. ἀσήμους δυσκρίτως τ' εἰρημένους A.Pr.662; ἔχρησ' Ἀδράστῳ Αοξίας χρησμόν E.Ph.409; σφι χρησμὸν ἔφαινε delivered an oracle to them, Hdt.1.159; ᾄδειν Th.2.21 (cf. χρησμῳδός) ; εὔτεκνοι χ. promising happy progeny, E.Ion424; χ. ἔμμετρος Plu.2.396c; καταλογάδην τοὺς χ. λέγειν ib. 397d; χρησμὸς . . περαίνεται is fulfilled, E.Ph.1703; χρησμοῦ ὄντος . . τὴν πόλιν διαφθαρῆναι Pl.R.415c; ὥσπερ χρησμοὺς γράψαντες, i. e. with all solemnity, Lycurg.92, cf. Isoc.4.171.

German (Pape)

[Seite 1375] ὁ, die Antwort eines befragten Orakels, der Orakelspruch; Pind. P. 4, 60; Solon; Tragg., wie Aesch. Prom. 665. 875 u. öfter; χρησμὸς γὰρ ἦλθε Λαΐῳ Soph. O. R. 711, vgl. 797; Eur. öfter; χρησμὸν προδοῦναι Ar. Lys. 780; Her., u. in att. Prosa, Plat. Apol. 22 e u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμός: ὁ· (χράω (Γ) Α)· - τὸ χρησθέν, ἡ ἀπόκρισις μαντείου, μάντευμα, Σόλων 35 (25)· 9, Πινδ. Π. 4. 106, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· χρησμ. ἀσήμους δυσκρίτως τ’ εἰρημένους Αἰσχύλ. Πρ. 662· ἔχρησε χρησμὸν Εὐρ. Φοίν. 409· χρησμὸν φαίνων τινί, δίδω χρησμὸν εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 159· ᾄδειν Θουκ. 2. 21 (πρβλ. χρησμῳδός)· χρ. εὔτεκνοι, προλέγοντες εὐτυχῆ τεκνογονίαν, Εὐρ. Ἴων 424· χρ. ἔμμετρος Πλούτ. 2. 396C· ἢ καταλογάδην αὐτόθι 397D· ὁ χρησμὸς ... περαίνεται, πληροῦται, Εὐρ. Φοίν. 1703· χρησμοῦ ὄντος . τὴν πόλιν διαφθαρῆναι Πλάτ. Πολ. 415C· ὥσπερ χρησμοὺς γράψαντες τοῖς ἐπιγιγνομένοις Λυκοῦργ. 159. 21, πρβλ. Ἰσοκράτ. 76C· - πρβλ. κίβδηλος ΙΙ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 réponse d’un oracle;
2 fig. déclaration certaine.
Étymologie: χράω³.