σκοτεινός: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> ténébreux, obscur ; τὸ σκοτεινόν, τὰ σκοτεινά les ténèbres <i>ou</i> les ombres en peinture ; <i>fig.</i> obscur;<br /><b>2</b> qui est dans les ténèbres ; aveugle.<br />'''Étymologie:''' [[σκότος]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> ténébreux, obscur ; τὸ σκοτεινόν, τὰ σκοτεινά les ténèbres <i>ou</i> les ombres en peinture ; <i>fig.</i> obscur;<br /><b>2</b> qui est dans les ténèbres ; aveugle.<br />'''Étymologie:''' [[σκότος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 17 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (σκότος)
A dark, νυκτὸς ἅρμ' ἐπείγεται σ. A.Ch.661; σ. τῶν ἐνερτέρων βέλος ib.285; σ. περιβολαί, of a scabbard, E.Ph.276; [ὁδοί] X.Cyn.6.5; τὰ σ. θεάσασθαι Pl.R.520c; ἀνὰ τὸ σ. προϊδεῖν in the darkness, Th.3.22; of a person, blind, καίπερ σ. S.OT1326; σ. ὄμμα E.Alc.385; τὰ σ. the dark shadows in a picture, X.Mem.3.10.1, Plu.2.57c: neut. as Adv., σκοτεινὸν ζῆν to live in privacy, Pl.Lg. 781c. II metaph., dark, obscure, opp. ἐλλόγιμος καὶ φανός, Id.Smp.197a; τόπος σ. καὶ δυσδιερεύνητος Id.R.432c; Heraclitus was called ὁ σκοτεινός, Arist.Mu.396b20, Cic.Fin.2.5.15; σ. προοίμιον Aeschin.2.34; σ. ἀκοαί obscure reports, Pl.Criti.109e; σ. μηχανήματα dark, secret, E.Fr.288; ὁρκάναι Id.Ba.611; σκοτεινὸς ὀργήν Trag.Adesp.345, cf. Procop.Arc.1. Adv., -νῶς διαλέγεσθαι Pl.R.558d, cf. D.H.Th.32. III prob. f.l. for κοτ- in Pi.N.7.61.
German (Pape)
[Seite 905] 1) finster, dunkel; τὸ γὰρ σκοτεινὸν τῶν ἐνερτέρων βέλος, Aesch. Ch. 284; νυκτος ἅρμα, 650; νὺξ διὰ τὸ σκοτεινὴ εἶναι ἀσαφεστέρα ἐστίν, Xen. Mem. 4, 3, 4; – auch blind, Soph. O. R. 1326; σκοτεινὸν ὄμμα, Eur. Alc. 386, vgl. Herc. Fur. 641; – σκοτεινὰ πράττειν, Geheimes, Eur. Suppl. 324. Bei Pind. N. 7, 61, σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, was »heimlicher Tadel« sein müßte, vermuthet Böckh κοτεινόν. – 2) übertr., unverständlich, von dunkeln Schriftstellern u. ihren Werken; im Ggstz von ἐλλόγιμος καὶ φανός, Plat. Conv. 197 a; καὶ δυσδιερεύνητος, Rep. IV, 432 c; ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεθα, VIII, 588 d.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτεινός: -ή, -όν, (σκότος) ὡς τὸ σκότιος· νυκτὸς ἄρμ’ ἐπείγεται σκ. Αἰσχύλ. Χο. 661· σκ. τῶν ἐνερτέρων βέλος αὐτόθι 286· σκ. περιβολαί, ἐπὶ τῆς θήκης ξίφους, Εὐρ. Φοίν. 276· τόπος Πλάτ. Πολ. 432C· ὁδοὶ Ξεν. Κυν. 6, 5· τὰ σκ. θεάσασθαι Πλάτ. Πολ. 520C· τὰ σκ. καὶ τὰ φανὰ Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· ἀνὰ τὰ σκ. προϊδεῖν, ἐν τῷ σκότει, Θουκ. 3. 22· - ἐπὶ προσώπων, τυφλός, καίπερ σκ. Σοφ. Ο. Τ. 1326· σκ. ὄμμα Εὐρ. Ἄλκ. 385· - τὰ σκοτεινά, αἱ σκοτειναὶ σκιαὶ ἐν εἰκόνι, Πλούτ. 2. 57C· σκοτεινὸν ζῆν, ζῆν ἐν τῷ σκότει, Πλάτ. Νόμ. 781C. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ σκότιος, σκοτεινός, ἀσαφής, ἀντίθετον τῷ ἐλλόγιμος καὶ φανὸς (καλῶς γινωσκόμενος), ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197Α· σκ. καὶ δυσδιερεύνητος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 432C, οὕτως ὁ Ἡράκλειτος ἐκαλεῖτο ὁ σκοτεινός, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5, Κικ. Fin. 2. 5, 15· σκ. προοίμιον Αἰσχίν. 32. 41· σκοτ. ἀκοαί, ἀσαφεῖς φῆμαι Πλάτ. Κριτί. 109Ε· σκ. μηχανήματα, μυστικά, ἀπόκρυφα, Εὐρ. Ἀποσπ. 290· ὁρκάναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 611. - Ἐπίρρ., σκοτεινῶς διαλέγεσθαι Πλάτ. Πολ. 558D, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 32. 1· περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 90, ἴδε σκοτεινός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 ténébreux, obscur ; τὸ σκοτεινόν, τὰ σκοτεινά les ténèbres ou les ombres en peinture ; fig. obscur;
2 qui est dans les ténèbres ; aveugle.
Étymologie: σκότος.