σχέθω: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>sbj. ao.2 poét. de</i> [[ἔχω]]. | |btext=<i>sbj. ao.2 poét. de</i> [[ἔχω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 17 August 2017
English (LSJ)
assumed as a collat. form of ἔχω by Gramm. (Hdn.Gr.1.440, EM739.51), but all forms in use may be referred to aor. ἔσχεθον, a poet. lengthd. form of ἔσχον, the accents σχέθειν, σχέθων being errors for σχεθεῖν, σχεθών:—
A hold, πάροιθεν ἀσπίδας . . σχέθον αὐτοῦ Il.14.428, cf. 4.113; ἀσπίδας . . σχέθ' ἀπὸ ἕο 13.163; ἐπ' ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν Od.14.494; σχέθον ἔξω νῆα 10.95. 2 have, get, νόον σχέθε τόνδ' ἐνὶ θυμῷ 14.490; Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος Pi.O.9.88; τόλμαν σχεθεῖν A.Pr.16; ἐν φρεσὶν καρδίαν σχεθών Id.Ch.832 (lyr.) codd.; τεύξει... ὅσων παρ' ἄλλων οὔποτ' ἂν σχέθοις βροτῶν Id.Eu.857, cf. Pi.O.1.71; ἐκ μὲν Ἐριχθονίου . . ἔσχεθε κοῦρον had a child, S.Fr. 242 (hexam., prob an Epic fragment); ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν τινά Pi. P.4.75. II hold back, keep away or off, στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε Il. 11.96, cf. 12.184; ἔσχεθεν ἱεμένους περ Od.16.430; σχέθον ἵππους Il.16.506; ἔσχεθον αὐδήν 19.418; σχεθέτω φόρμιγγα Od.8.537; νύκτα σχέθεν 23.243; αἷμα ἔσχεθον staunched it, 19.458: c. gen., σχέθε δ' ὄσσε γόοιο 4.758; ὅπως ἂν αὐτὰς ὕβρεως σχέθω Ar.Lys.425, cf. Theoc. 22.96: c. part., ἐρέφοντα σχέθοι might stop him from wreathing, Pi. I.4(3).54(72): c. inf., οὔτ' ἂν Αἴαντος δόρυ μὴ πάντα πέρσαι . . σχέθοι E.Rh.602. III abs., οὐδ' ἄρ' ὀχῆες ἐσχεθέτην did not hold, Il.12.461.--Rare in Prose, Aret.CA2.4.
German (Pape)
[Seite 1054] aus dem aor. σχεῖν gebildete poet. Nebenform von ἔχω, haben, gew. in der verstärkten Bdtg halten, fortwährend festhalten, hemmen; oft bei Hom., nur aor. ἔσχεθον, inf. σχεθέειν, Il. 23, 466; ἀσπίδας πάροιθεν σχέθον αὐτοῦ, sie hielten die Schilde vor, zugleich ausdrückend, daß sie lange in dieser Stellung verharren, 14, 428, vgl. 4, 113; ἀπὸ ἕο, 13, 163, u. öfter von Waffen und Rüstungen, das dauernde, unausgesetzte Festhalten und Anhaben derselben bezeichnend, vgl. 11, 96. 12, 184. 13, 608. 16, 506; ἐπ' ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν, Od. 14, 494, er hielt den Kopf auf den Ellenbogen gestützt; νόον τόνδε, er faßte den Gedanken und hielt ihn fest, 490; χεῖρ' ἐπὶ κώπῃ, Il. 1, 219; νύκτα μὲν ἐν περάτῃ δολιχὴν σχέθεν, Od. 23, 443; an- u. festhalten, ἱεμένω περ, 4, 284 u. öfter; αἷμα ἐπαοιδῇ, 14, 457; φόρμιγγα σχεθέτω, Od. 8, 537; σχέθε δ' ὄσσε γόοιο, 4, 758, sie hielt ihr fern von den Augen den Kummer; Pind. scheint das praes. gebraucht zu haben, σχέθων νιν ἐπιδέξια χειρός P. 6, 19; ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν P. 4, 75; σχέθοι φροντίδα, 10, 62; κῦδος, Ol. 9, 88; bei den Tragg. im aor.: πόλιν ζυγοῖσι δουλείοισι μήποτε σχεθεῖν, Aesch. Spt. 75; ὅσην παρ' ἄλλων οὔποτ' ἂν σχέθοις βροτῶν, Eum. 857; so schreibt Wellauer Ch. 819 σχεθών; vgl. Soph. El. 744; οὔτε σφ' Ἀχιλλέως δόρυ σχέθοι, Eur. Rhes. 602; τίν' ἐπίνοιαν ἔσχεθες, Phoen. 411; ὅπως ἂν αὐτὰς τῆς ὕβρεως ἐγὼ σχέθω, Ar. Lys. 425.
Greek (Liddell-Scott)
σχέθω: ὑποτιθέμενος, ἰσοδύναμος τύπος τῷ ἔχω, ὡς φλεγέθω τοῦ φλέγω· ἀλλ’ ὁ ἐνεστὼς οὖτος φαίνεται πλάσμα, ἐπειδὴ οὐδεὶς τύπος ὑπάρχει ὃν δὲν δυνάμεθα νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὸν ἀόρ. ἔσχεθον, ὅστις ἐσχηματίσθη κατὰ ποιητικὴν ἐπέκτασιν τοῦ ἔσχον (οἱ γραμμ., ὡς Ἀρκάδ. 155, Ἐτυμολ. Μέγ. 739. 51, καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς πιθανῶς ἐπλανήθησαν ἕνεκα πλημμελοῦς τονισμοῦ ― σχέθειν, σχέθων ἀντὶ σχεθεῖν, σχεθών, πρβλ. Elm l. εἰς Εὐρ. Μήδ. 186, 995, Ἡρακλ. 272, Εl endt Λεξ. Σοφ. ἐν λ. εἰκαθεῖν, πρβλ. ἀνασχεθέειν, ἐπι-, κατά-, ὑποσχεθεῖν. Κρατῶ, ἀσπίδας πάροιθεν σχέθον αὐτοῦ Ἰλ. Ξ. 428, πρβλ. Δ, 113 ἀσπίδα... σχέθ’ ἀπὸ ἓο Ν. 163· ἐπ’ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν Ὀδ. Ξ. 494· σχέθον ἔξω νῆα Κ. 95. 2) ἁπλῶς ἔχω, νόον σχέθε τόνδ’ ἐνὶ θυμῷ Ξ. 490· Ἄργει δ’ ἔσχεθε κῦδος Πινδ. Ο. 9. 132· τόλμαν σχεθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 16· ἐν φρεσὶν καρδίαν σχεθὼν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 832· ἕδραν..., ὅσην παρ’ ἄλλοις οὔποτ’ ἂν σχέθοις ὁ αὐτ. ἐν Εὐα. 857, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 114· ἐκ μὲν Ἐριχθονίου... ἔσχεθε κοῦρον, ἔσχε τέκνον, Σοφ. Ἀποσπ. 230· ἐν φυλάκᾳ σχεθέμεν τινὰ Πινδ. Π. 4. 134. ΙΙ. κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, συγκρατῶ, στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε Ἰλ. Λ. 96, πρβλ. Μ. 184· ἔσχεθεν ἱεμένους περ Ὀδ. Π. 430, κλπ.· σχέθον ἵππους Ἰλ. Π. 506· ἔσχεθον αὐδὴν Τ. 418· σχεθέτω φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 537· νύκτα σχέθεν Ψ. 243· αἷμα ἔσχεθον, ἐσταμάτησαν, «ἔπαυσαν» (Σχόλ.), Τ. 458· μετὰ γενικ., σχέθε δ’ ὄσσε γόοιο Δ. 758· ὅπως ἂν αὐτοὺς ὕβρεως σχέθω Ἀριστοφάν. Λυσ. 425, πρβλ. Θεόκρ. 22. 96· μετὰ μετοχ., ἐρέφοντα σχέθοι, ὅπως ἐμποδίσῃ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ ἐπιστέψῃ, Πινδ. Ι. 4 (3). 93· μετ’ ἀπαρ., οὔτ’ ἂν Αἴαντος δόρυ μὴ πάντα πέρσαι... σχέθοι Εὐρ. Ρῆσ. 602. ΙΙΙ. ἀπολ., οὐδ’ ἄρ’ ὀχῆες ἐσχεθέτην, δὲν ἐκράτησαν, δὲν «ἐβάσταξαν», Ἰλ. Μ. 461. ― Σπαν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 4.
French (Bailly abrégé)
sbj. ao.2 poét. de ἔχω.