τάφος: Difference between revisions
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(1) ([[θάπτω]]): [[burial]]; funeralfeast, Od. 3.309.<br />(2) ([[root]] [[θαπ]], [[ταφών]]): [[astonishment]]. (Od.) | |auten=(1) ([[θάπτω]]): [[burial]]; funeralfeast, Od. 3.309.<br />(2) ([[root]] [[θαπ]], [[ταφών]]): [[astonishment]]. (Od.) | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 17 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ] (A), ὁ, (θάπτω)
A funeral-rites, Il.23.619, Od.4.547; δαινύναι τάφον to give a funeral-feast, Il.23.29, Od.3.309; τελέσαι τάφον Ἕκτορι δίῳ to perform the funeral-rites, Il.24.660; so ὃν πόλις στυγεῖ, σὺ τιμήσεις τάφῳ; A. Th.1051; τάφῳ κτερίζειν S.Ant.203; τάφον τινὸς θέσθαι Id.OT1447; τ. περιστέλλειν νεκροῦ Id.Aj.1170; τάφου τυχεῖν obtain the rites of burial, E.Hec.47; τοιόσδε ὁ τ. ἐγένετο Th.2.47: pl. of a single funeral, Pl.R.414a; so of cremation, Clitarch. 32 J. 2 the act of performing the funeral-rites, τοῦδε τοῦ τ. φήσεις μετασχεῖν S.Ant.534. II grave, tomb, Hes.Sc.477, Pi.I.8(7).63, A.Pers.686, Ch.168, S.El.1218 sq., Hdt.2.136, Th.1.26, etc. (never in Hom.): pl. of a single grave, S.OC411; ὄντες ἐν τάφοις dead and buried, A.Eu.767; μέγας γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι his being dead and buried, S.OT987:—γῦπες ἔμψυχοι τάφοι Gorg.5a. 2 ἔμψυχός τις τ. a 'living skeleton', Luc.DMort.6.2. 3 = βωμός, Duris 34 J. 4 Cypr. for φόνος, Sch.Il.23.29.
τάφος [ᾰ] (B), εος, τό, (τέθηπα)
A astonishment, amazement, τ. δ' ἕλε πάντας Od.21.122, cf. 24.441; τ. δέ οἱ ἦτορ ἵκανεν 23.93; dat. τάφει Ibyc.21.
German (Pape)
[Seite 1075] τό, Staunen, Verwunderung; τάφος δ' ἕλε πάντας, Od. 21, 122. 24, 441; τάφος δέ οἱ ἦτορ ἵκανεν, 23, 93; H. h. 6, 37. ὁ, Leichenbestattung, bes. Todtenmahl oder Leichenfeier, wie Il. 23, 619. 680, auch αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ, 23, 29 ff., einen Leichenschmaus geben. wie Od. 3, 809, vgl. 4, 547; εἰ μμὲν δή μ' ἐθέλεις τελέσαι τάφον. Ἕκτορι δίῳ, Il. 24, 660, vgl. 804, auf Alles gehend, was zur feierlichen Bestattung nöthig ist; vgl. auch τάφον περιστελοῦντε νεκροῦ, Soph. El. 1149. 1163 O. R. 1447; – das Grab selbst, der Grabhügel, Hes. Sc. 477, παρὰ πυρὰν τάφον τε, Pind. I. 7, 57; Her. 2, 136. 4, 127 u. sonst, u. eo gew. bei den Attikern; τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγὼ μηχανήσομαι, Aesch. Spt. 1028; τοίγαρ ἐν ταὐτῷ τάφῳ κείσει, Ch. 881, u. öfter; ἐπεί νιν θάνατος ἐν τάφοις ἔχει, Soph. O. R. 942; ἐν τάφοισι θέσθε κἀν κτερίσμασιν, O. C. 1412; λάϊνον ἐς τάφον, Eur. Suppl. 62, u. öfter; u. in Prosa: τάφων καὶ τῶν ἄλλων μνημείων, Plat. Rep. III, 414 a; Phaed. 81 d, u. sonst, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τάφος: [ᾰ], ὁ, (ἴδε ἐν λ. θάπτω) ταφή, ἐνταφιασμός, κηδεία, Λατ. funus, Ἰλ. Ψ. 619, Ὀδ. Δ. 547, Ἡσ., Σοφ., κλπ.· δαινύναι τάφον, παρέχειν εὐωχίαν κηδευτικὴν «μακαρ~ιάν», ὡς τὸ γάμον δαινύναι, Ἰλ. Ψ. 29, Ὀδ. Γ. 309· τελέσαι τάφον Ἕκτορι δίῳ, τὰς ἐπικηδείους τελετάς, Ἰλ. Ω. 660· οὕτω, τιμᾶν τάφῳ τινὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 1046· τάφῳ κτερίζειν Σοφ. Ἀντ. 203· τάφον τινὸς θέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1447· τ. περιστέλλειν νεκροῦ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1170· τάφου τυχεῖν, λαβεῖν τὰς ἐπικηδείους τιμάς, Εὐρ. Ἑκ. 47· τοιόσδε ὁ τ. ἐγένετο Θουκ. 2. 47· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ μιᾶς μόνης κηδείας, ταφή, Πλάτ. Πολ. 414Α, κτλ. 2) ἡ ἐνέργεια τῆς ταφῆς, τοῦδε τοῦ τ. φήσεις μετασχεῖν Σοφ. Ἀντ. 534. ΙΙ. αὐτὸς ὁ τάφος, ὁ τύμβος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 477, Πινδ. Ι. 8 (7). 126, Ἡρόδ. 2. 136, Αἰσχύλ. Πέρσ. 686, Χο. 168, Σοφ. Ἠλ. 1218 κἑξ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ.· - οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνον τάφου, Ἡρόδ. 4. 127, Σοφ. Ο. Κ. 411· ὄντες ἐν τάφοις, καίπερ νεκροὶ καὶ τεθαμμένοι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 767· μέγας γ’ ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι, μεγάλη ἀνακούφισις ἡ ταφὴ τοῦ πατρός σου, ὁ θάνατος αὐτοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 987. 2) ἔμψυχός τις τ., ζῶν σκελετό, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 2.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 funérailles, sépulture, particul. cérémonies (jeux ou repas) funèbres ; δαινύναι τάφον IL, OD donner un repas funéraire ; τελέσαι τάφον τινί IL accomplir les rites funéraires en l’honneur de qqn ; τάφου τυχεῖν EUR obtenir les honneurs de la sépulture;
2 tombeau : ἔμψυχός τις τάφος LUC sépulcre vivant ; τάφος πετραῖος SOPH sépulcre de pierre, càd enveloppe de pierre dont Niobé avait été revêtue après la mort de ses enfants.
Étymologie: θάπτω.
2ion. -εος, att. -ους (τό) :
stupeur.
Étymologie: τέθηπα.
English (Autenrieth)
(1) (θάπτω): burial; funeralfeast, Od. 3.309.
(2) (root θαπ, ταφών): astonishment. (Od.)