ἐγώ: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[besides]] the [[usual]] forms, [[also]] gen. [[ἐμεῖο]], [[ἐμεῦ]], [[ἐμέο]], [[μευ]], [[ἐμέθεν]]: I, me. | |auten=[[besides]] the [[usual]] forms, [[also]] gen. [[ἐμεῖο]], [[ἐμεῦ]], [[ἐμέο]], [[μευ]], [[ἐμέθεν]]: I, me. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:09, 17 August 2017
English (LSJ)
I: Pron. of the first person:—Ep. mostly ἐγών before vowels (so in Dor., before consonants, Epich.85, Sophr.81, Ar.Ach.748,754), rarely in Trag., A.Pers.932 (lyr.); Boeot. ἱών A.D.Pron.51.4:— strengthd. ἔγωγε,
A I at least, for my part, indeed, for myself (more freq. in Att. than in Hom.): Dor. ἐγώνγα Alcm.51, Ar.Ach.736, Lys.986, dat. ἐμίνγα IG22.1126.7 (Amphict. Delph.): Boeot. ἱώνγα Corinn.21; ἱώνει Ead.10; ἰώγα Ar.Ach.898: Lacon. and Tarent. ἐγώνη, Hsch., A.D.Conj.255.29. II oblique cases from a difft. root, gen. ἐμοῦ, enclit. μου; Ion. and Ep. ἐμέο, ἐμεῦ, μευ, also ἐμέθεν Il.1.525, E.Hel. 177 (lyr.); Aeol. ἔμεθεν Sapph.Supp.23.7; ἐμεῖο IG3.1337; μεθέν Sophr.20; Dor. ἐμέος, ἐμεῦς, Epich.144; Boeot. ἐμοῦς Corinn.37; also ἐμῶς, ἐμίο, ἐμίω, ἐμίως A.D.Pron.74.17:—dat. ἐμοί, enclit. μοι (which may be compared with Skt. gen. me in κλῦθί μοι Il.5.115, al.); ὅ μοι πόσις Schwyzer683 (Cypr.); Dor. ἐμίν Epich.99, AJA29.461 (Rhodian, v B. C.), Ar.Ach.733, Theoc.4.30; Tarent. ἐμίνη Rhinth.13: acc. ἐμέ, enclit. με; Cypr. μι Inscr.Cypr.59,60 H. III dual, nom. and acc., νῶι, we two, Il.5.34, etc.; acc. νῶιν Zenod.ad Il.8.377; Att. νώ Pl.Phdr.278b (also Il.5.219, Od.15.475); νῶε Antim.39, Corinn. 5: gen., dat. νῶιν; νῷν S.Ant.3; νῶι dat., Orph.L.773; νῶιν, = ἡμῖν, Q.S.1.213, etc. IV pl., nom. ἡμεῖς (ἡμέες f.l. in Hdt.2.6, al., rejected by A.D.Pron.93.1); Aeol. ἄμμες Od.9.303, Alc.18.3, Pi.P. 4.144; Dor. ἁμές Alcm.65, Epich.42, Ar.Lys.168:—gen. ἡμῶν (also ἥμων A.D.Synt.130.23); Ion. ἡμέων Hdt.1.112, etc.; ἡμείων Od.24.170, Herod.1.46; Aeol. ἀμμέων Alc.88, Milet.3 No.152.29; ἄμμων ib.74, A.D.Pron.95.3; Dor. ἁμέων Alcm.66; ἁμῶν [Epich.]266, Ar. Lys.168, Theoc.2.158; Cret., Boeot. ἁμίων SIG528.5, A.D.Pron.95.21:—dat. ἡμῖν, in S. also ἡμίν (ῐ) (or ἧμιν Aristarch.ad Il.1.214, A.D. Pron.95.3); also rarely in Com., Phryn.Com.37, Ar.Av.386 (dub.); Aeol. ἄμμῐν, ἄμμῐ, Il.1.384, Alc.80, al., Pi.P.4.155, A.Th.156 (lyr.), Milet.3 No.152; ἄμμεσιν Alc.100; Dor. also ἁμίν or ἇμιν, Alcm.77,78, A.Eu.347 (lyr.), Ar.Lys.1081; with ῑ, Id.Ach.821, Theoc.7.145:—acc. ἡμᾶς (also ἧμᾰς Od.16.372); Ion. ἡμέας Il.8.211, SIG273.25 (Milet., iv B. C.); ἥμεας Od.4.294 (cf. Hdn.Gr.2.140); Aeol. ἄμμε Il.1.59, Sapph.115, Theocr.8.25; Dor. ἁμέ SIG1 (Abu Simbel, vi B. C.), Epich.173, Ar.Ach.759 codd., Lys.95.—On these dialectic varieties, v. A.D.Pron.50 sqq. (Cf. Skt. ahám (ἐγών), acc. pl. asmā´n; for νώ cf. Skt. nau):—freq. in answers, as an affirmative, esp. in form ἔγωγε, S.Tr.1248, Pl.Tht.149b, etc.; οὗτος ἐ. here am I, Pi.O. 4.26; ὅδ' ἐκεῖνος ἐ. S.OC138 (lyr.); rarely with Art., τὸν ἐμέ myself, Pl.Tht.166a, Sph.239b (but ὁ ἐ. the Self, the Ego, Dam.Pr.444); τίς ὢν οὗτος ὁ ἐγὼ τυγχάνω; Plu.2.1119a; τί ἐστι φίλος; ἄλλος ἐ. Pythag. ap.Herm.in Phdr.p.166 A.; τί τοῦτ' ἐμοί; ἡμῖν τί τοῦτ' ἔστ'; Lat. quid mea hoc refert ? Ar.Th.498, etc.; ἐγώ; in a question, Ar.Eq. 1336, al.; ἡμεῖς the self, ἔνθα δὴ ἡμεῖς μάλιστα Plot.1.1.7.
German (Pape)
[Seite 715] ich; ep. auch ἐγών, Il. 1, 76, öfter zur Vermeidung des Hiatus, Pind. P. 3, 77, nach Apoll. pron. dorisch, Theocr. 15, 60, κἠγών 21, 45, wie Ath. IV, 147 e; von Tragg. nur Aesch. Pers. 931; äol. ἔγων, nach Apoll. pron. 64 auch ἐγώνη, u. dor. ἔγωνγα, Alcm.; Ar. Ach. 736. 764 Lys. 986. 990; böotisch ἱών u. ἱώνγα, Corinna. – Gen. ἐμοῦ, enkl. μου; ion. u. ep. ἐμέο, ἐμεῦ, Il. 1, 88 u. öfter, ἐμεῖο, 1, 259, ἐμέθεν, 1, 525, öfter; Sophron auch enkl. μέθεν; böot. u. syrakus. ἐμοῦς u. ἐμεῦς, Corinna 33 u. Epicharm.; Apollon. führt noch ἐμείω, ἐμείως, ἐμῶς an. – Dat. ἐμοί, enkl. μοι, dor. ἐμίν, Ar. Ach. 733 Av. 928; Theocr. 4, 30; nach Apollon. auch ἐμίνγα, äol. ἔμοι, böot. ἐμύ. – Acc. ἐμέ, enkl. με, nach Apoll. dorisch ἐμεΐ. – Dual. νῶϊ, νῶϊν, auch νώ, Il. 5, 219, u. Att. oft, wie Soph. O. R. 1504; νῷν, Phil. 133 u. Sm. 1, 213. 369 u. öfter steht νῶϊν für ἡμῖν. – Plur. ἡμεῖς, ion. ἡμέες, dor. ἁμές, Tim. Locr. 96 a; Arist. Lys. 1162; äol. ἄμμες, Od. 1, 303; Pind. P. 4, 144. – Gen. ἡμῶν, ion. ἡμέων, auch ἡμείων, Od. 24, 169; dor. ἁμῶν, Ar. Lys. 168 Theocr. 2, 158; auch ἁμέων, ἁμίων, äol. ἀμμέων, Apoll. – Dat. ἡμῖν, ep. auch ἧμιν, Il. 17, 415; sehr oft Soph., z. B. Phil. 8, 463, auch ἡμίν geschr.; Ar. Av. 386 u. öfter; äol. ἄμμι u. ἄμμιν, Od. 1, 384. 12, 275; Pind. P. 4, 154; Aesch. Spt. 156. – Acc. ἡμᾶς, ion. ἡμέας, Od. 4, 452, poet. ἧμας, 16, 372; auch bei Soph. von Herm. enkl. geschrieben, Ai. 725; äol. ἄμμε, Il. 1, 59; Theocr. 8, 25, öfter; ἁμέ, Ar. Lys. 95, od. ἀμέ, ibd. 1099. 1250.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγώ: προσωπ. ἀντων. τοῦ α΄ προσ. - Ἐπ. ἐγὼν πρὸ φωνηέντων (παρὰ δὲ Δωριεῦσι καὶ πρὸ συμφώνων, Ἐπίχ. 64 Ahr., Σώφρων 39, Ἀριστοφ. Ἀχ. 748, 754, ἀλλ’ ἐν τῇ Αἰολ. διαλέκτῳ παροξυτόνως ἔγων Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. σ. 64), σπανιώτατα παρ’ Ἀττ., ὅδ’ ἐγών, οἰοῖ Αἰσχύλ. Πέρσ. 931· μετ’ ἐπιτάσεως ἔγωγε, Λατ. equidem, ἐγὼ βεβαίως, ἐγὼ τοὐλάχιστον, ὅσον δι’ ἐμέ, βεβαίως, τῷ ὄντι· ἀλλὰ πολλῷ συνηθέστερον τοῦτο παρ’ Ἀττ. ἢ παρ’ Ὁμήρ.· Δωρ. ἐγώγα, ἐγώνγα, Ἀλκμὰν 65, Ἀριστοφ. Ἀχ. 736, Λυσ. 986· Βοιωτ. ἰώνγα, ἰώγα Ἀριστοφ. Ἀχ. 898· Λακων. καὶ Ταραντ. ἐγώνη Ἡσύχ., Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 524. ΙΙ. διάφορος ῥίζα ΜΕ ἀναφαίνεται ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι, δηλ. γεν. ἐμοῦ καὶ ἐγκλιτ. μου· Ἰων. καὶ Ἐπ. ἐμέο, ἐμεῦ, μευ, ὡσαύτως ἐμέθεν Ἰλ. Α. 525, Εὐρ. Ἑλ. 177 (λυρικ.)· ἐμεῖο Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 956, 1027, κ. ἀλλ.· μέθεν Σώφρων 46 Ahr.· Δωρ. ἐμέος, ἐμεῦς Ἐπίχ. παρ’ Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. σ. 365· Βοιωτ. ἐμοῦς Κόρινν. 33· ὡσαύτως ἐμείω, ἐμείως, ἐμῶς Ἀπολλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - δοτ. ἐμοὶ καὶ ἐγκλιτ. μοι· Δωρ. ἐμὶν Ἐπιχ. 94. 9 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 733, Θεόκρ. 4. 30· ἐμίνη, «συνήθης Ταραντίνοις· ἡ δὲ χρῆσις παρὰ Ρίνθωνι» Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 104Β· - αἰτ. ἐμὲ καὶ ἐγκλιτ. με. ΙΙΙ. Δυϊκ. ὀνομ. καὶ αἰτ. νῶϊ (πρβλ. τὸ Λατ. nos), ἡμεῖς οἱ δύο, ἡμᾶς τοὺς δύο, Ὁμ. καὶ Ἰων.· Ἀττ. νώ, ὅπερ ὅμως εὕρηται καὶ ἐν Ὀδ. Ο. 475., ΙΙ. 306· νῶε Ἀντίμαχ.· γεν. καὶ δοτ. νῶιν, Ἀττ. νῷν· νῶϊν = ἡμῖν Κόϊντ. Σμ. 1. 213, κτλ. IV. Πλ. ὀνομ. ἡμεῖς (τὸν Ἰων. τύπος ἡμέες, ὡς εὕρηται ἐν χειρογρ. τοῦ Ἡροδ., ἀποδοκιμάζει ὁ Δινδ. de Dial. Hdt. σ. 20)· Αἰολ. ἄμμες Ὀδ. Ι. 303, Ἀλκαῖος 18, Πινδ. ΙΙ. 4. 256· Δωρ. ἀμὲς Ἐπίχ. 94. 6, Ἀριστοφ. Λυσ. 168. - Γεν. ἡμῶν, Ἰων. ἡμέων, ἡμείων (Ὀδ. Ω. 170)· Αἰολ. ἀμμέων Ἀλκαῖος 93· Δωρ. ἁμέων Ἀλκμὰν 50, ἁμῶν Ἐπίχ. 147, Ἀριστοφ. Λυσ. 168, Θεόκρ. 2. 158. - Δοτ. ἡμῖν, παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς ὡσαύτως ἡμὶν ῐ χάριν τοῦ μέτρου, τοῦτό γ’ ἡμὶν Σοφ. Ο. Κ. 25 (ἤ, ὥς τινες γραμματικοὶ ἔγραφον αὐτήν, ἧμιν), οὐδαμοῦ παρ’ Εὐριπ., συχν. παρὰ Σοφ., ἀλλὰ σπανίως παρὰ Κωμ., Δινδ. ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 386· Αἰολ. καὶ ἄμμῐν, ἄμμῐ, Ἰλ. Α. 384, Ἀλκαῖος 12, 19, 76, Πινδ. ΙΙ. 4. 275, Αἰσχύλ. Θήβ. 156· Δωρ. ἁμὶν Ἀλμὰν 66, Αἰσχύλ. Εὐμ. 347, Ἀριστοφ. Λυσ. 1081· μετὰ ῑ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 821, Θεόκρ., ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ γράφηται ἀμῖν, Αh π. Δωρ. σ. 260. - Αἰτ. ἡμᾶς (καὶ ἧμᾰς Ὀδ. ΙΙ. 372)· Ἰων. ἡμέας· Αἰολ. ἄμμε Ἰλ. Α. 59, Σαπφὼ 115, Θεόκρ. 8. 25· Δωρ. ἁμὲ Ἐπίχ. 97 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 759, Λυσ. 95, 1099. - Περὶ τῶν διαλεκτικῶν τούτων ποικιλιῶν ἴδε Ἀπολλώνιον περὶ Ἀντωνυμ. σ. 324-387, Ahr. π. Αἰολ. σ. 123 κἑξ., π. Δωρ. 247 κἑξ. (Πρβλ. Σανσκρ. aham (ἐγών), Λατ. ego, Γοτθ. ik, Παλαιο-Σκανδιν. ek, Ἀγγλο-Σαξον. ic, κτλ.· καὶ πρὸς τὰ ἐμέ, με, πρβλ. Σανσκρ. mâm, mâ, Γοτθ. καὶ Παλαιο-Σκανδιν. mik, Ἀγγλο-Σαξον. mec, κτλ.) Χρῆσις: συχν. ἐν ἀποκρίσεσιν ὡς βεβαιωτ. μάλιστα ἐν τῷ τύπῳ ἔγωγε, Σοφ. Τρ. 1248, Πλάτ., κλ.· οὗτος ἐγώ, Λατ. ille ego, ἰδοὺ ἐγώ, Πινδ. Ο. 4. 37· ὅδ’ ἐκεῖνος ἐγὼ Σοφ. Ο. Κ. 138· σπανίως μετ’ ἄρθρου, τὸν ἐμέ, ἐμαυτόν, ἐμὲ αὐτόν, Πλάτ. Θεαίτ. 166Α, Σοφ. 239Α, Φίληβ. 20Β· τίς ὢν οὗτος ὁ ἐγὼ τυγχάνω; Πλούτ. 2. 1119Α· τί τοῦτ’ ἐμοί; ἡμῖν τί τοῦτ’ ἔστ’; Λατ. quid mea hoc refert? Ἀριστοφ. Θεσμ. 498, κτλ.· πρβλ. σύ.
French (Bailly abrégé)
pron. pers. de la 1ᵉ pers.
se décline : sg. ἐγώ ; ἐμοῦ, μοῦ ; ἐμοί, μοί ; ἐμέ, μέ ; plur. ἡμεῖς, ἡμῶν, ἡμῖν, ἡμᾶς ; duel νώ, νῷν;
je, moi (pour le pluriel et le duel, voir ἡμεῖς et νώ ; les formes μου, μοι, με sont enclitiques).
Étymologie: Pour ἐγώ, cf. lat. ego ; pour le th. ἐμε-, cf. lat. me ; pour le th. plur. ἡμε- cf. skr. asmat ; pour le th. duel νω-, cf. lat. nos.
English (Autenrieth)
besides the usual forms, also gen. ἐμεῖο, ἐμεῦ, ἐμέο, μευ, ἐμέθεν: I, me.