διαλλάσσω: Difference between revisions
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> διαλλάξω, <i>ao.</i> διήλλαξα, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> échanger :<br /><b>1</b> prendre en échange : ἐσθῆτα PLUT changer de vêtement;<br /><b>2</b> donner en échange : τινά τινι échanger une personne contre une autre;<br /><b>II.</b> changer, remplacer, acc.;<br /><b>III.</b> changer les dispositions de qqn ; réconcilier : τινά τινι, τινα [[πρός]] τινα une personne avec une autre ; <i>Pass.</i> διαλλαχθῆναι τῆς ἔχθρας [[ἐς]] φίλους EUR abandonner ses sentiments hostiles pour ses amis ; se réconcilier : τινί, [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> être différent, différer : τινί <i>ou</i> ἔν τινι en qch ; τὶ δ. [[οὐδέν]] τινι HDT ne différer en rien de qqn en qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαλλάσσομαι;<br /><b>1</b> changer : ἐσθῆτα PLUT de vêtement ; [[τὰς]] τάξεις HDT changer la disposition des troupes;<br /><b>2</b> changer de sentiments, se réconcilier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀλλάττω]]. | |btext=<i>f.</i> διαλλάξω, <i>ao.</i> διήλλαξα, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> échanger :<br /><b>1</b> prendre en échange : ἐσθῆτα PLUT changer de vêtement;<br /><b>2</b> donner en échange : τινά τινι échanger une personne contre une autre;<br /><b>II.</b> changer, remplacer, acc.;<br /><b>III.</b> changer les dispositions de qqn ; réconcilier : τινά τινι, τινα [[πρός]] τινα une personne avec une autre ; <i>Pass.</i> διαλλαχθῆναι τῆς ἔχθρας [[ἐς]] φίλους EUR abandonner ses sentiments hostiles pour ses amis ; se réconcilier : τινί, [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> être différent, différer : τινί <i>ou</i> ἔν τινι en qch ; τὶ δ. [[οὐδέν]] τινι HDT ne différer en rien de qqn en qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαλλάσσομαι;<br /><b>1</b> changer : ἐσθῆτα PLUT de vêtement ; [[τὰς]] τάξεις HDT changer la disposition des troupes;<br /><b>2</b> changer de sentiments, se réconcilier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀλλάττω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 17 August 2017
English (LSJ)
Att. διαλλάττω, fut. -ξω: pf.
A διήλλαχα Dionys.Com. (v. infr.), A.D.Synt.70.11. I Med., interchange, τὰς τάξεις Hdt.9.47, cf. Pi.O.11(10).21: abs., make an exchange, X.Cyr.8.3.32, Test.Epict.2.14. II exchange, i.e., 1 give in exchange, τί τινι E.Alc.14; τί τινι ἀντὶ ἀργυρίου Pl. R.371d; τινὰ ὑπέρ τινος one for another, D.H.10.24; τὴν σκευὴν πρὸς τὸν δεσπότην D.C.47.10; or, 2 take in exchange, δ. ἀετοῦ βίον take an eagle's life for one's own, Pl.R.620b; ἐσθῆτα τῇ συμφορᾷ πρέπουσαν Plu.Cic.19; δ. Μακεδονίαν change one land for another, i.e. pass through a land, X.HG4.3.3 (also abs., ἐξ ἄλλης εἰς ἄλλην πόλιν δ. Pl. Sph.223d):—Med., τι ἀντί τινος D.H.2.3. 3 simply, change, alter, κελεύθους Emp.35.15; τοὺς ναυάρχους X.HG1.6.4; τοὺς λόγους Arist. Rh.Al.1434a38. 4 abs., change, alter, Emp.17.12; δ. ἀπ' ἀλλήλων to be discordant, Hp.Vict.1.6; διαλλάττοντας different, opp. ὁμοίους, Phld.Sign.3, al. b depart this life, die, Lycurg.Fr.33, Corn.ND 35. 5 change money, δ. τὸ δηνάριον OGI484.10 (ii A.D.). III esp. change enmity for friendship, reconcile one to another, τινά τινι Th.2.95, 6.47, etc.; πόλεις πρὸς ἀλλήλας Isoc.5.111: most freq.c. acc. pl. only, E.Ph.436, Antipho6.39, Test. ap. D.59.47, D.24.91: rarely c. acc. sg., make it up with one, διαλλάξεις με φιλάσας Theoc.23.42:—Pass. with fut. διαλλαχθήσομαι Ar.V.1395, etc.; διαλλαγήσομαι Pl.R.471a: pf. διήλλαγμαι A.Th.885(lyr.): aor. -ηλλάχθην Ar.Lys. 900, -ηλλάγην ib.1161:—to be reconciled, to be made friends, A.l.c., Pl. Prt.346b, etc.; τοῖς ἀποστᾶσι Isoc.9.63; πρός τινα περί τινος Id.3.33; τῆς πρόσθεν ἔχθρας ἐς φίλους E.Med.896, cf. And.2.26. IV intr., c. dat. pers. et acc. rei, differ from one in a thing, εἶδος δ. οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι Hdt.7.70; δ. ταῖς ἡλικίαις Arist.EN1161a5; κλήσει, οὐ φύσει D.H.1.29; πρός τινα Aristid.Or.36(48).16: also c. gen. pers., δ. τινός τινι Plb.2.37.11; ἔν τινι Luc.Pisc.23: abs., πολὺ διήλλαχεν Dionys.Com.2.10; τὸ διαλλάσσον τῆς γνώμης Th.3.10: pf. part. διηλλαχώς differing, τῇ ἐγκλίσει A.D.l.c. 2 excel, πολὺ δ. τῇ ἀρετῇ Arist.EN1165b24; τινῶν τῷ μεγέθει D.S.1.35, D.H.Th.51:— so, V Pass., to be different, τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα Th.3.82; πρὸς τὸν καιρόν Luc.Salt.19.
German (Pape)
[Seite 587] 1) vertauschen, aus-, umtauschen, τινί τι ἀντί τινος, an Jem. etwas wofür, Plat. Rep. II, 371 d; ἀετο ῦ διαλλάξαι βίον, eingetauscht haben, d. i. wie ein Adler leben, X, 620 b; auch περί τινος, Dion. Hal. 10, 24; ἄλλον τοῖς κάτω νεκρόν, einen andern Todten den Unterirdischen geben, Eur. Alc. 14; ναυάρχους, andere Schiffsbefehlshaber einsetzen, Xen. Hell. 1, 6, 4. – Med., unter sich, mit einander vertauschen, τὸ ἐμφυὲς ἦθος Pind. Ol. 10, 21; τὰς τάξεις Her. 9, 47; absol., Xen. Cyr. 8, 3, 32 u. Sp. – Dah. διαλλάττειν χώραν, ein Land mit einem andern vertauschen, dasselbe durchwandern, Xen. Hell. 4, 3, 2; u. so med., Plat. Soph. 223 d; ἐσθῆτα, vestem mutare, Plut. Cic. 19. – 2) Uebertr. auf die Gesinnung, versöhnen, τινά, Eur. Phoen. 439; Ar. Lys. 1091; Plat. Conv. 213 d; τοὺς τελευτήσαντας εὐχαῖς, Menex. 244 a; διαλλαγῆναί τινι, Antiph. 6, 39; Plat. Conv. 193 b; τινά τινι, Einen mit Jemandem, Thuc. 8, 89. – Med., sich versöhnen, Plat. Prot. 346 b; τὴν ἔχθραν, D. Hal. 7, 51. – 3) intraus., in etwas von einem andern verschieden sein, οὐ ταὐτὸ δ' ἐστὶ τοῦτο· πολὺ διήλλαχεν Dionys. com. Ath. IX, 405 (v. 10); gew. τί τινι, z. B. εἶδος οὐδὲν τοῖς ἑτέροις Her. 7, 70; auch τινί τινος, durch etwas von etwas, Pol. 2, 37, 11 u. Sp., wie Dion. Hal. 6, 83; ἐν αἷς διαλλάττομεν Luc. Pisc. 23; τὸ διαλλάττον τῆς γνώμης, die Verschiedenheit, Thuc. 3, 10; dah. = sich auszeichnen, τινί, durch etwas, D. Sic. 1, 64; auch geradezu τινά, Einen übertreffen, Dion. Hal. de Thuc. 51. – Pass., verschieden sein, τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένοι Thuc. 3, 82.
Greek (Liddell-Scott)
διαλλάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω. Ι. μέσ., κάμνω ἀλλαγὴν, ἀνταλλάσσω, τὰς τάξεις Ἡροδ. 9. 47, πρβλ. Πίνδ. Ο. 11 (10), ἐν τέλ.· ἀπολ., κάμνω ἀνταλλαγήν, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 32. ΙΙ. δίδω τι εἰς ἀνταλλαγήν, τί τινι Εὐρ. Ἀλκ. 14· τί τινι ἀντὶ ἀργυρίου Πλάτ. Πολ. 371D· τινὰ περί τινος, ἕνα ἀντ᾿ ἄλλου, Διον. Ἁλ. 10. 24· τι πρός τινα Δίων Κ. 47. 10· ἢ, 2) λαμβάνω εἰς ἀνταλλαγήν, δ. ἀετοῦ βίον, λαμβάνω βίον ἀετοῦ ἀντὶ τοῦ ἰδίου μου βίου, ἐκλέγω αὐτὸν, Πλάτ. Πολ. 620Β· τὴν ἐσθῆτα πρέπουσαν Πλούτ. Κικ. 19· δ. τὴν χώραν, ἀλλάσσω χώραν τινὰ ἀντὶ ἄλλης, δηλ. διέρχομαι δι᾿ αὐτῆς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 3· οὕτως ἐν τῷ μέσ., Πλάτ. Σοφ. 223D· τι ἀντὶ τινος Διον. Ἁλ. 2. 3. 3) ἁπλῶς, μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, Ἐμπεδ. 203· τοὺς ναυάρχους Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4· τοὺς λόγους Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 23, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἰδίως, ἀνταλλάσσω ἔχθραν πρὸς φιλίαν, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 2. 95., 6. 47, κτλ.· τινὰ πρός τινα Ἀριστοφ. Λυσ. 628, Ἰσοκρ. 104Ε· ἀλλὰ συχνότατα μετ᾿ αἰτιατ. πληθ. μόνον, ὡς Εὐρ. Φοιν. 436, Ἀντιφῶν 146. 2, κτλ.· σπανίως μετ᾿ αἰτιατικῆς ἑνικῆς, «τὰ ταιρειάζω» μέ τινα, διαλλάξεις με φιλάσας Θεόκρ. 23. 42· ἀπολ., συμφιλιώνω, Πλάτ. Πρωτ. 346Β, πρβλ. Μαρτυρ. παρὰ Δημ. 1361. 3. ― Παθ., μετὰ μέλλοντ., διαλλαχθήσομαι Ἀριστοφ. Σφηξ. 1395, κτλ., πρβλ. Θωμ. Μ. 238, ἀλλ᾿ ὡσαύτως διαλλαγή σομαι Πλάτ. Πολ. 471Α· ἀόρ. -ηλλάχθην καὶ -ηλλάγην (ἴδε ἀλλάσσω)· -συνδιαλλάττομαι, συμφιλιοῦμαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 885, κτλ.· τινι Ἰσοκρ. 201D· πρός τινα περί τινος ὁ αὐτ. 33 D· τῆς ἔχθρας ἐς φίλους Εὐρ. Μηδ. 896, πρβλ. Ἀνδοκ. 23. 4. IV. ἀμεταβ., μετὰ δοτ. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., διαφέρω τινὸς ἔν τινι πράγματι, Λατ. differre aliquid alicui, εἶδος δ. οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι Ἡρόδ. 7. 70· δ. ταῖς ἡλικίαις, τῇ ἀρετῇ, διαφέρω εἰς, ὡς πρὸς…, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6., 9. 3, 4· ὡσαύτως μετὰ γεν. προσ., δ. τινός τινι Πολύβ. 2. 37, 11· ἔν τινι Λουκ.Ἁλ. 23· ἀπολ., πολὺ διήλλαχεν Διονύσ. Κωμ. Θεσμ. 1. 10· τὸ διαλλάσσον τῆς γνώμης Θουκ.3. 10. 2) δ. τινά, ὑπερβαίνω τινά, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 51· -οὕτω, V.παθ., εἶμαι διάφορος, Λατ. distare, διηλλαγμένα τοῖς εἴδεσι Θουκ.3. 82, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 29. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 477.
French (Bailly abrégé)
f. διαλλάξω, ao. διήλλαξα, etc.
A. tr. I. échanger :
1 prendre en échange : ἐσθῆτα PLUT changer de vêtement;
2 donner en échange : τινά τινι échanger une personne contre une autre;
II. changer, remplacer, acc.;
III. changer les dispositions de qqn ; réconcilier : τινά τινι, τινα πρός τινα une personne avec une autre ; Pass. διαλλαχθῆναι τῆς ἔχθρας ἐς φίλους EUR abandonner ses sentiments hostiles pour ses amis ; se réconcilier : τινί, πρός τινα avec qqn;
B. intr. être différent, différer : τινί ou ἔν τινι en qch ; τὶ δ. οὐδέν τινι HDT ne différer en rien de qqn en qch;
Moy. διαλλάσσομαι;
1 changer : ἐσθῆτα PLUT de vêtement ; τὰς τάξεις HDT changer la disposition des troupes;
2 changer de sentiments, se réconcilier.
Étymologie: διά, ἀλλάττω.