ἀέλιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀέλιος''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[ἠέλιος]], [[ἥλιος]] [ᾱ, ἀλλὰ θεωρεῖται βραχ. ἐν Σοφ. Τρ. 835, Εὐρ. Μήδ. 1252, Ἴων 122].
|lstext='''ἀέλιος''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[ἠέλιος]], [[ἥλιος]] [ᾱ, ἀλλὰ θεωρεῖται βραχ. ἐν Σοφ. Τρ. 835, Εὐρ. Μήδ. 1252, Ἴων 122].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀέλιος]], [[ἅλιος]] (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, [[ἅλιον]], ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[sun]] μηκέτ ἀελίου σκόπει [[ἄλλο]] θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν [[ἄστρον]]. (O. 1.5) ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) (O. 3.24) “[[σθένος]] ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.144) αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ [[γυῖον]] [[ἐμπεσεῖν]] (N. 7.73) ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε [[μήσεαι]], ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, [[ἄστρον]] ὑπέρτατον; (Pae. 9.1) ἔλαμψαν δ' ἀελίου [[δέμας]] ὅπω[ς (Pae. 12.14) τοῖσι μὲν λάμπει μὲν [[μένος]] ἀελίου τὰν [[ἐνθάδε]] νύκτα [[κάτω]] Θρ. 7. 1.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[sunshine]] ἴσαις δὲ νύκτεσσιν [[αἰεί]], ἴσαις δ' ἁμέραις [[ἅλιον]] ἔχοντες sc. those [[who]] [[live]] in the islands of the [[blessed]]. (O. 2.62) εἰ δ' [[ἔτι]] ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.13) ἐς τὸν [[ὕπερθεν]] [[ἅλιον]] κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς [[πάλιν]] i. e. to the [[upper]] [[world]] fr. 133. 2.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[day]] [[Πυθοῖ]] τ' [[ἔχει]] σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ (v. l. τ' ἀλίῳ.) (O. 13.37) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> frag. ]ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> pro pers., Helios, the [[Sun]] [[god]] τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) ἀπεόντος δ' [[οὔτις]] ἔνδειξεν [[λάχος]] Ἀελίου (O. 7.58) Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) (P. 4.241) μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία (Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) (I. 5.1) [[fig]]. ἁμέραν παῖδ ἀελίου (v. l. ἁλίου Π.) (O. 2.32) [[test]]. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις [[τῶν]] Παρθενείων [[ὅτι]] [[τῶν]] ἐραστῶν οἱ μὲν [[ἄνδρες]] εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀέλιος]], [[ἅλιος]] (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, [[ἅλιον]], ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[sun]] μηκέτ ἀελίου σκόπει [[ἄλλο]] θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν [[ἄστρον]]. (O. 1.5) ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) (O. 3.24) “[[σθένος]] ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.144) αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ [[γυῖον]] [[ἐμπεσεῖν]] (N. 7.73) ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε [[μήσεαι]], ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, [[ἄστρον]] ὑπέρτατον; (Pae. 9.1) ἔλαμψαν δ' ἀελίου [[δέμας]] ὅπω[ς (Pae. 12.14) τοῖσι μὲν λάμπει μὲν [[μένος]] ἀελίου τὰν [[ἐνθάδε]] νύκτα [[κάτω]] Θρ. 7. 1.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[sunshine]] ἴσαις δὲ νύκτεσσιν [[αἰεί]], ἴσαις δ' ἁμέραις [[ἅλιον]] ἔχοντες sc. those [[who]] [[live]] in the islands of the [[blessed]]. (O. 2.62) εἰ δ' [[ἔτι]] ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.13) ἐς τὸν [[ὕπερθεν]] [[ἅλιον]] κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς [[πάλιν]] i. e. to the [[upper]] [[world]] fr. 133. 2.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[day]] [[Πυθοῖ]] τ' [[ἔχει]] σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ (v. l. τ' ἀλίῳ.) (O. 13.37) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> frag. ]ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> pro pers., Helios, the [[Sun]] [[god]] τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) ἀπεόντος δ' [[οὔτις]] ἔνδειξεν [[λάχος]] Ἀελίου (O. 7.58) Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) (P. 4.241) μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία (Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) (I. 5.1) [[fig]]. ἁμέραν παῖδ ἀελίου (v. l. ἁλίου Π.) (O. 2.32) [[test]]. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις [[τῶν]] Παρθενείων [[ὅτι]] [[τῶν]] ἐραστῶν οἱ μὲν [[ἄνδρες]] εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104.
}}
}}

Revision as of 14:13, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀέλιος Medium diacritics: ἀέλιος Low diacritics: αέλιος Capitals: ΑΕΛΙΟΣ
Transliteration A: aélios Transliteration B: aelios Transliteration C: aelios Beta Code: a)e/lios

English (LSJ)

ὁ, Dor. for ἠέλιος, ἥλιος. [ᾱ, but ᾰ S.Tr.835.]

German (Pape)

[Seite 41] dor. für ἥλιος, ἠέλιος, das α ist kurz gebraucht Soph. Tr. 832; Eur. Med. 1251, wenn das Wort nicht hier mit Böckh dreisylbig zu nehmen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀέλιος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἠέλιος, ἥλιος [ᾱ, ἀλλὰ θεωρεῖται βραχ. ἐν Σοφ. Τρ. 835, Εὐρ. Μήδ. 1252, Ἴων 122].