ἀστός: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἄστυ]]): [[citizen]], pl., Il. 11.242 and Od. 13.192.
|auten=([[ἄστυ]]): [[citizen]], pl., Il. 11.242 and Od. 13.192.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀστός]] (-ός, -όν; -οί, -ῶν, -οῖς) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> ([[fellow]])[[citizen]] [[ἄγων]] ἐς [[φάος]] τόνδε δᾶμον ἀστῶν the [[people]] of Kamarina (O. 5.14) ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς (O. 6.7) δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν [[χάριν]] καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ [[ποτὶ]] ξείνων (O. 7.90) οἶκον ἥμερον ἀστοῖς, ξένοισι δὲ θεράποντα (O. 13.2) ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν (P. 1.68) ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει (P. 1.84) ἀδύνατα δ' [[ἔπος]] ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.82) [[βασιλεύς]], πραὺς ἀστοῖς (P. 3.71) [[ξεῖνος]] αἴτ' ὦν [[ἀστός]] (P. 4.78) ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν sc. Arkesilas (P. 4.297) πάσαισι γὰρ πολίεσι [[λόγος]] ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν i. e. of the Athenians (P. 7.10) οὕνεκεν εἰ [[φίλος]] ἀστῶν, εἴ [[τις]] [[ἀντάεις]], τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω (P. 9.93) πόλιός θ' [[ὑπὲρ]] φίλας ἀστῶν θ [[ὑπὲρ]] τῶνδ the Aiginetans (N. 8.14) ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. [[εὔχομαι]]) (N. 8.38) ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι [[χρεών]] (N. 11.17) [[αἰδοῖος]] μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν (I. 2.37) [[ἄξιος]] εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι (I. 3.3) δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (I. 4.61) ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον [[κλέος]] αὔξων (transp. Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) (I. 7.29) λ]αὸν ἀστῶν (Pae. 2.48) ]ἀστοῖσι τε[ (Pae. 10.13) τὸ κοινόν [[τις]] ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1.
}}
}}

Revision as of 14:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστός Medium diacritics: ἀστός Low diacritics: αστός Capitals: ΑΣΤΟΣ
Transliteration A: astós Transliteration B: astos Transliteration C: astos Beta Code: a)sto/s

English (LSJ)

ὁ, (ἄστυ)

   A townsman, citizen, Il.11.242, Od.13.192, etc.; dist. from πολίτης, ἀστός being one who has civil rights only, πολίτης one who has political rights also, Arist.Pol.1278a34; ἀ. πικρὸς πολίταις E. Med.223; οἱ ἀ. the commons, opp. οἱ ἀγαθοί, Pi.P.3.71, cf. Isoc.3.21; opp. ξένος, Pi.O.7.90, Hdt.2.160, 3.8; esp. at Athens, Lys.6.17, Pl. Ap.30a, Isoc. l.c., cf. S.OT817, OC13, etc.; opp. μέτοικος, ξένος, Pl. R.563a; in Egypt, citizen of Alexandria (cf. ἄστυ 11.3), PGnom.38, al. —Fem. ἀστή, q. v., but Ἀστός fem. as epith. of Κόρη, IG12(5).225 (Paros, v B. C.). (ϝασστός and ϝαστός, IG9(1).333.14 (Locr., v B. C.), 9(2).1226 (Phalanna, v B.C.).)

German (Pape)

[Seite 376] ὁ, Städter, Bürger, Mitbürger, bei Dichtern u. in Prosa; Hom. Iliad. 11, 242 Od. 13, 192; Ggstz ξένος Soph. El. 963 u. öfter, wie Plat. Apol. 30 a; Ggstz μέτοικος Rep. VIII, 563 a. Bei den Athenern, der in der Stadt selbst Geborene, von πολίτης im weitern Sinne unterschieden, Dem. 57, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστός: ὁ, (ἄστυ) κάτοικος τοῦ ἄστεως, πολίτης, ἀστοῖσιν ἀρήγων Ἰλ. Λ. 242· ἀστοί τε φίλοι τε Ὀδ. Ν. 192, κτλ.· ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ πολίτης, καθ’ ὅσον ἀστὸς μὲν εἶναι ὁ ἔχων ἀστικὰ δικαιώματα μόνον, ἐνῷ πολίτης εἶναι ὁ ἔχων καὶ πολιτικὰ δικαιώματα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 5, 8· ἀστὸς πικρὸς πολίταις Εὐρ. Μήδ. 223: - οἱ ἀστοί, ὁ λαός, ὁ κοινὸς λαός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ ἀγαθοί, Πινδ. Π. 3. 124· ἀστὸς ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ξένος, ὁ αὐτ. Ο. 7. 165, Ἡρόδ. 2. 160., 3. 8· ἰδίως ἐν Ἀθήναις, Λυσ. 104, 41, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 817, Ο. Κ. 13, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέτοικος, Πλάτ. Πολ. 563Α. - θηλ. ἀστή, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 habitant d’une ville, citadin;
2 à Athènes citoyen originaire d’Athènes.
Étymologie: ἄστυ.

English (Autenrieth)

(ἄστυ): citizen, pl., Il. 11.242 and Od. 13.192.

English (Slater)

ἀστός (-ός, -όν; -οί, -ῶν, -οῖς)
   1 (fellow)citizen ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν the people of Kamarina (O. 5.14) ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς (O. 6.7) δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων (O. 7.90) οἶκον ἥμερον ἀστοῖς, ξένοισι δὲ θεράποντα (O. 13.2) ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν (P. 1.68) ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει (P. 1.84) ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.82) βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς (P. 3.71) ξεῖνος αἴτ' ὦν ἀστός (P. 4.78) ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν sc. Arkesilas (P. 4.297) πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν i. e. of the Athenians (P. 7.10) οὕνεκεν εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω (P. 9.93) πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ the Aiginetans (N. 8.14) ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) (N. 8.38) ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (N. 11.17) αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν (I. 2.37) ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι (I. 3.3) δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν (I. 4.61) ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (transp. Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) (I. 7.29) λ]αὸν ἀστῶν (Pae. 2.48) ]ἀστοῖσι τε[ (Pae. 10.13) τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1.