ἀποτίθημι: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. 1 ἀπέθηκε, [[mid]]. aor. 2 ἀπεθέμην, subj. ἀποθείομαι, inf. ἀποθέσθαι: [[put]] [[away]], [[mid]]., [[from]] [[oneself]], [[lay]] [[off]]; [[δέπας]] ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ, Il. 16.254; τεύχεα κάλ ἀποθέσθαι, Γ , Il. 18.409; met., κρατέρην ἀποθέσθαι ἐνῖπη<&lt;><&gt;>ν, Il. 5.492.
|auten=aor. 1 ἀπέθηκε, [[mid]]. aor. 2 ἀπεθέμην, subj. ἀποθείομαι, inf. ἀποθέσθαι: [[put]] [[away]], [[mid]]., [[from]] [[oneself]], [[lay]] [[off]]; [[δέπας]] ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ, Il. 16.254; τεύχεα κάλ ἀποθέσθαι, Γ , Il. 18.409; met., κρατέρην ἀποθέσθαι ἐνῖπη<&lt;><&gt;>ν, Il. 5.492.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἀποτῐθημι</b> med., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[put]] [[away]] [[from]] [[oneself]], [[free]] [[oneself]] of c. acc. ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον sc. by his [[victory]] (O. 8.68) [[νεῖκος]] δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον (O. 10.40)
}}
}}

Revision as of 14:30, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτίθημι Medium diacritics: ἀποτίθημι Low diacritics: αποτίθημι Capitals: ΑΠΟΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: apotíthēmi Transliteration B: apotithēmi Transliteration C: apotithimi Beta Code: a)poti/qhmi

English (LSJ)

   A put away, stow away, δέπας δ' ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ Il.16.254, cf. X.An.2.3.15; ἀ. εἰς δεσμωτήριον Lycurg.112: metaph., 'pigeon-hole', class, Phlp. in Ph.361.22.    2 expose a child, Pl.Tht. 161a.    II Med. (aor. I part. ἀποθησαμένη Hsch.), put away from oneself, lay aside, τεύχεα κάλ' ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί Il.3.89; τὴν Σκυθικὴν στολὴν ἀ. put it off, Hdt.4.78; ἀ. κόμας cut it off, in mourning, E.Hel. 367 (lyr., tm.); ἀ. τὸν νόμον set aside, i.e. disregard, the law, Th.1.77; ἀ. τὰν Ἀφροδίταν quell desire, E.IA558 (lyr.); ἀ. ῥᾳθυμίαν D.4.8, 8.46; ὀργήν Plu.Cor.19; ἀρχήν Id.Pomp.23.    2 put away from oneself, avoid, ἀποθέσθαι ἐνιπήν wipe away the reproach, Il.5.492, cf. Hes.Op. 762; νόστον ἔχθιστον ἀπεθήκατο Pi.O.8.68, cf. 10(11).40.    3 put by for oneself, stow away, Ar.Eq.1219, X.Cyr.6.1.15; ἀ. τροφὴν τοῖς νεοττοῖς Arist.HA619a20; ἀ. τινὰ εἰς φυλακήν Plb.23.10.8; freq. of drugs, Dsc.4.136, al., cf. PEleph.12 (iii B.C.); ἐν φυλακῇ Ev.Matt. 14.3.    b bury, IG14.1974.    4 ἀποτίθεσθαι εἰς αὖθις put off, defer, E.IT376, Pl.Grg.449b, X.Smp.2.7, etc.; εἰς τοὺς παῖδας ἀ. τὰς τιμωρίας Lys.Fr.53.3.    5 reserve, keep back, Pl.Lg.887c, Din.1.30.    6 ἀπεθήκατο κόλπων, of a woman, laid down the burden of her womb, i.e. bore a child, Call.Dian.25; ἀ. ὠδῖνας Str.10.5.2: but,    7 μηδὲν ἀποτίθεσθαι τῶν γιγνομένων expose none of one's children, Arist.Pol.1335b22.    8 ἀ. χρόνον εἴς τι employ, bestow time upon it, Plb.18.9.10.    9 set a fracture, Pall.in Hp.Fract.12.276 C.; cf. ἀπόθεσις.

German (Pape)

[Seite 330] (s. τίθημι), 1) ablegen, act. Od. 14, 276 ἀπὸ κρατὸς κυνέην ἔθηκα, med. ἀπὸ χλαῖναν θέτο Od. 14, 500, ἀπ' ὤμοιιν χλαῖναν θέτο Od. 21, 118, ἀπὸ ξίφος θέτ' ὤμων 119; τεύχεα ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί Iliad. 3, 89; φύσας ἀποθείομαι ὅπλα τε πάντα Iliad. 18, 409; ἁποθέσθαι ἐνιπήν 5, 492; so ῥᾳθυμίαν Dem. 8, 46; όργήν Plut. Cor. 19; ἀρχὴν ἀποτίθεσθαι, niederlegen, Pol. 5, 1; πόλεμον, beilegen, 5, 106, 1; νεῖκος ἀποθέσθαι Pind. Ol. 11, 42; ἀφροδίταν πολλήν, Liebesgluth unterdrücken, Eur. I. A. 557; vgl. Plut. Coriol. 19 Pomp. 23. – Kinder aussetzen, Ggstz τρέφειν, Plat. Theaet. 161 a. – Vgl. ἀπόθεστος. – 2) bei Seite legen, bes. med., für sich, d. i. aufbewahren; act. Iliad. 16, 254 δέπας ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ; Xen. Cyr. 6, 1, 25; Dem. 49, 31 u. sonst; τὰ χαλεπὰ εἰς τὸ γῆρας, aufsparen, Xen. Mem. 2, 1, 31; εἰς αὖθις, auf ein andermal verschieben, Plat. Euthyd. 275 a Gorg. 449 b; sparen, Legg. X, 857 c; εἰς δεσμωτήριον ἀποτεθέντες Lycurg. 112, wie εἰς φυλακήν, in Verwahrsam geben, Pol. 24, 8, 8; D. Sic.; χρόνον εἴς τι, Zeit auf etwas verwenden, Pol. 17, 9, 10; χάριν ἐν πολλοῖς, sich Dank verdienen, 6, 2, 15. – Bei Call. Iov. 15 κόλπων, aus dem Schooße ablegen, gebären.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτίθημι: μέλλ. -θήσω: - ἀποθέτω, ἐναποθέτω, βάλλω κατὰ μέρος, θέτω, δέπας δ’ ἀπέθηκ’ ἐνὶ χηλῷ Ἰλ. Π. 254, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· ἀπ. εἰς δεσμωτήριον Λυκοῦργ. 164. 2: ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 3. 2) ἐκθέτω βρέφος, Πλάτ. Θεαίτ. 161Α· πρβλ. ἀπόθεσις ΙΙ. 2, κατωτέρ. ΙΙ 6. ΙΙ. Μέσ., ἀποτίθεμαι, τεύχεα κάλ’ ἀποθέσθαι ἐπὶ χθονί, νὰ τὰ θέσωσι κατὰ γῆς, Ἰλ. Γ. 89· τὴν στολὴν ἀποθέμενος τὴν Σκυθικὴν, ἀποβαλὼν, ἀπεκδυθείς, Ἡρόδ. 4. 78· ἀπ. κόμας, ἀποκόπτω ὡς σημεῖον πένθους, (πρβλ. κείρω) Εὐρ. Ἑλ. 367· ἀπ. τὸν νόμον, θέτω αὐτὸν κατὰ μέρος, ὅ ἐ. δὲν τὸν φυλάττω, τὸν παραβαίνω, Θουκ. 1.77· ἀπ. τὰν Ἀφροδίταν, καταπνίγω τὴν ἐπιθυμίαν, Εὐρ. Ι. Α. 558· ἀπ. ῥᾳθυμίαν Δημ. 42. 32., 101. 6· ὀργὴν Πλουτ. Κορ. 19· ἀρχὴν ὁ αὐτ. Πομπ. 23. 2) ἀποβάλλω ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἀποφεύγω τι μισητόν, ἀποθέσθαι ἐνιπήν, ἀποφυγεῖν τὸ ὄνειδος, Ἰλ. Ε. 492, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 760, Πινδ. Ο. 8. 90 (κατ’ ἀόρ. ἀπεθήκατο), 10 (11), 47. 3) θέτω κατὰ μέρος δι’ ἐμαυτόν, ἀποθηκεύω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1219, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 15· ἀπ. τροφὴν τοῖς νεοττοῖς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 32, 8· ὡσαύτως, ἀποτίθεσθαί τινα εἰς φυλακήν, Πολύβ. 24.8,8· ἴδε ἀνωτ. Ι. 4) ἀποτίθεσθαι εἰς αὖθις, ἀναβάλλω, Εὐρ. Ι. Τ. 376, Πλάτ. Γοργ. 449Β, Ξεν. Συμπ. 2.7, κτλ.: - ἀπ. τιμωρίας εἰς τοὺς παῖδας Λυσ. Ἀποσπ. 31.3. 5) διατηρῶ, φυλάττω ὀπίσω, Πλάτ. Νόμ. 837C, Δείναρχ. 94. 6. 6) ἀπεθήκατο κόλπον, ἐπὶ γυναικός, κατέθηκε τὸ φορτίον τῆς γαστρὸς αὑτῆς, ὅ ἐ. ἔτεκε, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἄρτεμ. 25, πρβλ. Στράβ. 485: - ἀλλά, 7) μηδὲν ἀποτίθεσθαι τῶν γιγνομένων, νὰ μὴ ἐκθέτῃ τις κανὲν ἐκ τῶν τέκνων του, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 15· πρβλ. ἀπόθεσις ΙΙ. 2. 8) ἀπ. χρόνον εἴς τι, ἀφιερῶ χρόνον, Πολύβ. 17. 9.10.

French (Bailly abrégé)

déposer, acc.;
Moy. ἀποτίθεμαι (f. ἀποθήσομαι, ao. ἀπεθηκάμην, ao.2 ἀπεθέμην);
1 déposer : τεύχεα IL, στολήν HDT ses armes, sa robe ; fig. ἀρχήν PLUT déposer une magistrature ; ὀργήν PLUT laisser tomber sa colère, se calmer;
2 remettre, différer : εἰσαῦθις EUR remettre à une autre fois;
3 écarter de soi : ἐνιπήν IL un reproche.
Étymologie: ἀπό, τίθημι.

English (Autenrieth)

aor. 1 ἀπέθηκε, mid. aor. 2 ἀπεθέμην, subj. ἀποθείομαι, inf. ἀποθέσθαι: put away, mid., from oneself, lay off; δέπας ἀπέθηκ' ἐνὶ χηλῷ, Il. 16.254; τεύχεα κάλ ἀποθέσθαι, Γ , Il. 18.409; met., κρατέρην ἀποθέσθαι ἐνῖπη<<><>>ν, Il. 5.492.

English (Slater)

ἀποτῐθημι med.,
   1 put away from oneself, free oneself of c. acc. ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον sc. by his victory (O. 8.68) νεῖκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον (O. 10.40)