γινώσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. et réc. c.</i> [[γιγνώσκω]].
|btext=<i>ion. et réc. c.</i> [[γιγνώσκω]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>γῑνώσκω</b> (γινώσκομεν, -οντι; γινώσκοντ(α): fut. med. pro [[act]]. [[γνώσομαι]]: impf. γίνωσκε, -ον: aor. ἔγνω, ἔγνον; [[γνῶθι]]; [[γνούς]], γνόντα; [[γνῶναι]]: pf. ἔγνωκας, -εν: [[pass]]. γινώσκομαι) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[know]], recognize <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> recognize (visually) τὸν μὲν οὐ γίνωσκον (P. 4.86) τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός (byz.: [[ἔγνων]]) (P. 4.120) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> recognize (facts) καὶ [[τότε]] γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν (P. 3.31) γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας (P. 3.60) [[γνῶθι]] [[νῦν]] τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν [[understand]] (P. 4.263) εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. Δαμόφιλος τὸν καιρόν) (P. 4.287) τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν [[πόδα]] (P. 4.288) [[φθέγμα]] μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου [[ἀνδρός]] [[understand]] fr. 188.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> recognize, [[give]] [[recognition]] to ἀδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι (O. 6.97) ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν (O. 7.83) τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον [[γνώσομαι]] τὰν ὀλβίαν Κόρινθον (O. 13.3) Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν' ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν (P. 3.114) <br />&nbspnbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> [[know]], recognize c. [[part]]. “γίνωσκε δ' ἐπειγομένους” (P. 4.34) ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον [[οὐκ]] ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι [[Θῆβαι]] (Ahrens: [[ἔγνων]] codd.) (P. 9.79) [[pass]]. γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων [[ἅλις]] (Pae. 4.23) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> [[know]], recognize followed by [[indirect]] [[question]]. ὄτρυνον ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ [[ἀρχαῖον]] [[ὄνειδος]] εἰ φεύγομεν (O. 6.89) cf. (P. 3.60)
}}
}}

Revision as of 14:30, 17 August 2017

French (Bailly abrégé)

ion. et réc. c. γιγνώσκω.

English (Slater)

γῑνώσκω (γινώσκομεν, -οντι; γινώσκοντ(α): fut. med. pro act. γνώσομαι: impf. γίνωσκε, -ον: aor. ἔγνω, ἔγνον; γνῶθι; γνούς, γνόντα; γνῶναι: pf. ἔγνωκας, -εν: pass. γινώσκομαι)
   1 know, recognize
   a recognize (visually) τὸν μὲν οὐ γίνωσκον (P. 4.86) τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός (byz.: ἔγνων) (P. 4.120)
   b recognize (facts) καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν (P. 3.31) γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας (P. 3.60) γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν understand (P. 4.263) εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. Δαμόφιλος τὸν καιρόν) (P. 4.287) τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα (P. 4.288) φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός understand fr. 188.
   c recognize, give recognition to ἀδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι (O. 6.97) ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν (O. 7.83) τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον (O. 13.3) Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν' ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν (P. 3.114)
&nbspnbsp;  d know, recognize c. part. “γίνωσκε δ' ἐπειγομένους” (P. 4.34) ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι (Ahrens: ἔγνων codd.) (P. 9.79) pass. γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις (Pae. 4.23)
   e know, recognize followed by indirect question. ὄτρυνον ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν (O. 6.89) cf. (P. 3.60)