ἴδρις: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ϝιδρ.): [[knowing]], [[skilled]], [[skilful]]. w. inf., Od. 7.108. (Od.) | |auten=(ϝιδρ.): [[knowing]], [[skilled]], [[skilful]]. w. inf., Od. 7.108. (Od.) | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἴδρις]] (ϝίδ-.) <br /> <b>1</b> acquainted [[with]] c. gen. ξένον [[καλῶν]] τε ἴδριν (O. 1.104) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 17 August 2017
English (LSJ)
gen. ἴδριος, Att. ἴδρεως, ὁ, ἡ, neut. ἴδρι: voc.
A ἴδρι AP9.559 (Crin.), prob. in ib.6.182 (Alex. Magnes.): pl. ἴδριες; also ἴδριδα S.Fr.1056, ἴδριδες Phryn.Com.90 (= Phryn.Trag.22), cf. πολυ-ίδριδι Sapph.166 (but these forms are censured by Hdn.Gr.2.40): (οἶδα):— poet. Adj. experienced, knowing, skilful, ἀνὴρ ἴδρις Od.6.233: c. inf., ἴδριες . . νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν 7.108: c. gen.rei, πόνου καὶ ὀϊζύος Hes.Sc.351; καλῶν Pi.O.1.104; ἔργων Archil.39, cf.A.Ag.446(lyr.), S.El.608, Ichn.124, Call.Jov.74, etc.: in late Prose, ἴ. τῶν οὐρανίων Vett.Val.4.19: with Preps., κατὰ γνώμαν ἴδρις S.OT1087 (lyr.); οὐδὲν ἴδρις Id.OC525 (lyr.); ἐν πολέμοισι D.P.857. 2 as Subst., the provident one, i.e. the ant, Hes.Op.778.
German (Pape)
[Seite 1238] ιος, att. εως, acc. ἴδριδα wird aus Soph. angeführt, wie Phrvnich. ἴδριδες gesagt hatte, s. Schol. Il. 3, 219 (οἶδα, ἴδμεν); kundig, erfahren; ἀνὴρ ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη τέχνην παντοίην Od. 6, 233; c. inf., ἴδριες νῆα ἐλαυνέμεν 7, 108; Hes. Sc. 53; καλῶν ἴδρις Pind. Ol. 1, 104; μάχης Aesch. Ag. 434; τῶν ἔργων Soph. El. 598; κατὰ γνώμην ἴδρις O. R. 1087; κακῶν Eur. Med. 285; sp. D., πάσης ἴδρι (voc.) γεωγραφίης Crinag. 24 (IX, 559); ἐν πολέμοις D. Per. 857. – Bei Hes. O. 776 ist ἴδρις die Ameise, die Vorbedächtige.
Greek (Liddell-Scott)
ἴδρις: γεν. ἴδριος, Ἀττ. ἴδρεως, ὁ, ἡ, οὐδ. ἴδρι· κλητ. ἴδρι Ἀττ.: πληθ. ἴδριες· - τοὺς τύπους ἴδριδι, ἴδριδα, ἴδριδες (ἐν χρήσει ἀναμφιβόλως χάριν τοῦ μέτρου παρὰ τῇ Σαπφοῖ, τῷ Σοφοκλ. καὶ Φρυν.) ἀποδοκιμάζει ὁ Εὐστ. 407. 38, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 219, Ἐτυμ. M. 42 40· (√ϜΙΔ, οἶδα) - ποιητ. ἐπίθ. πεπειραμένος, εἰδήμων, ἴδρις ἀνὴρ Ὀδ. Ζ. 233., Ψ. 160· μετ’ ἀπαρ., ἴδριες... νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν Η. 108· μετὰ γεν. πράγμ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 351, Πινδ. Ο. 1. 167, Τραγ., κλ.· μετὰ προθ., κατὰ γνώμην ἴδρις Ζοφ. Ο. Τ. 1087· οὐδὲν ἴδρις ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 525· ἐν πολέμοις Διον. Π. 857. 2) ἴδρις, μόνον παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 776, ὁ προνοητικός, δηλ. ὁ μύρμηξ (ὡς ἐν στ. 522, ἀνόστεος, ὁ ἄνευ ὀστῶν, δηλ. ὁ πολύπους 569, φερέοικος, ὁ τὸ οἴκημα μεθ’ ἐαυτοῦ φέρων, ὁ κοχλίας): πρβλ. ἀνθεμουργός.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
savant, instruit, habile : τινος, en qch ; οὐδὲν ἴδρις SOPH qui ne sait rien, ignorant ; avec un inf., habile à faire qch.
Étymologie: R. Ἰδ, savoir ; v. *εἴδω.
English (Autenrieth)
(ϝιδρ.): knowing, skilled, skilful. w. inf., Od. 7.108. (Od.)
English (Slater)
ἴδρις (ϝίδ-.)
1 acquainted with c. gen. ξένον καλῶν τε ἴδριν (O. 1.104)