ἀποπλέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(SL_1)
(big3_6)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἀποπλέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sail]] [[away]], [[sail]] [[back]] ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ [[εἰς]] Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.36)
|sltr=[[ἀποπλέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sail]] [[away]], [[sail]] [[back]] ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ [[εἰς]] Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.36)
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ép. [[ἀποπλείω]]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. ἀποπλευσεῖσθαι Pl.<i>Hp.Mi</i>.371b, aor. ἀπέπλευσαν Plu.2.27c]<br />[[hacerse a la mar]], [[zarpar]] c. ac. de dir. οἴκαδ' <i>Il</i>.9.418, 685, Th.6.47, ἄστυδ' <i>Od</i>.16.331, ἐς Κόρινθον Hdt.1.24, cf. Th.2.84, X.<i>HG</i> 5.1.6, ἐπὶ τὸ [[Ἀρτεμίσιον]] Hdt.8.11, πρὸς Σάμον X.<i>HG</i> 2.3.3, εἰς Πελοπόννησον Pl.<i>Ep</i>.348d<br /><b class="num">•</b>c. ἐπί y gen. ἀποπλέοντας ἐπ' Αἰγύπτου Hdt.1.1, ἐπ' οἴκου Th.1.55<br /><b class="num">•</b>c. prep. y gen. de procedencia ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Th.6.61, cf. 1.89, ἀπὸ τῆς σφετέρας X.<i>Ath</i>.2.5, παρὰ τοῦ βασιλέως Theopomp.Hist.107<br /><b class="num">•</b>κατὰ βίου τε καὶ τῆς γῆς ζήτησιν Hdt.1.94<br /><b class="num">•</b>abs. ἐπὶ νηῶν βάντες ἀπέπλειον <i>Od</i>.8.501, ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε Pi.<i>N</i>.7.36, cf. Th.1.52, Ar.<i>Ra</i>.1480, X.<i>An</i>.5.4.12, Arr.<i>Ind</i>.26.9, Plu.l.c., combinado con οἴχομαι: ἀποπλέων ω[ἴχε] τ' ἐς Κνωσσόν B.1.122<br /><b class="num">•</b>c. ciertos adv. [[volver navegando]] ὀπίσω Hdt.4.156, πάλιν ἐς τοὺς Αἰγὸς ποταμούς X.<i>HG</i> 2.1.23, Plb.1.36.2, [[αὖτις]] Plb.5.29.4<br /><b class="num">•</b>s. cont., <i>PLille</i> 3.5 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>en sent. fig. [[marcharse]], [[poner tierra por medio]] ἀποπλεῖς ἐτεόν; ¿de veras te largas?</i> Ar.<i>Er</i>.144, cf. <i>Com.Adesp</i>. en <i>POxy</i>.3540.36 (cf. [[ἀποπλώω]]).
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλέω Medium diacritics: ἀποπλέω Low diacritics: αποπλέω Capitals: ΑΠΟΠΛΕΩ
Transliteration A: apopléō Transliteration B: apopleō Transliteration C: apopleo Beta Code: a)pople/w

English (LSJ)

Ep. ἀποπλείω, Ion. ἀποπλώω v. l. in Hdt.4.156,157, cf. Arr. Ind.26.9: fut.

   A -πλεύσομαι Hdt.4.147; -πλευσοῦμαι Pl.Hp.Mi.371b:— sail away, sail off, οἴκαδ' ἀποπλείειν Il.9.418, etc.; ἐπ' Αἰγύπτου Hdt. 1.1, cf. Ar.Ra.1480; ὀπίσω ἀ. Hdt.4.156; ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Th.6.61; ἐπ' οἴκου Id.1.55.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πλέω), absegeln, wegschiffen, Pind. N. 7, 36; ἐπὶ Αἴγυπτον Her. 1, 1; fut., 4, 147 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλέω: Ἐπ. -πλείω, Ἰων. -πλώω: μέλλ. -πλεύσομαι ἢ -πλευσοῦμαι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 371Β, κ. ἀλλ.· Ἰων. - πλώσομαι Ἡρόδ. 4. 147, κ. ἀλλ.: - ἀποπλέω ἐκ τόπου τινὸς ὅπως: μεταβῶ εἰς ἄλλον, οἴκαδ’ ἀποπλείειν Ἰλ. Ι. 418, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 4. 1· ὀπίσω ἀποπλώειν ὁ αὐτ. 4. 156· ἀπέπλεον ἐκ τῆς Σικελίας ἐς τὰς Ἀθήνας Θουκ. 6. 61· ἐπ’ οἴκου ὁ αὐτ. 1. 55. 2) ἀποπλέω, ἀπέρχομαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1480.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπλεύσομαι ou ἀποπλευσοῦμαι;
s’éloigner par mer.
Étymologie: ἀπό, πλέω.

English (Slater)

ἀποπλέω
   1 sail away, sail back ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.36)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. ἀποπλείω

• Morfología: [fut. ἀποπλευσεῖσθαι Pl.Hp.Mi.371b, aor. ἀπέπλευσαν Plu.2.27c]
hacerse a la mar, zarpar c. ac. de dir. οἴκαδ' Il.9.418, 685, Th.6.47, ἄστυδ' Od.16.331, ἐς Κόρινθον Hdt.1.24, cf. Th.2.84, X.HG 5.1.6, ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον Hdt.8.11, πρὸς Σάμον X.HG 2.3.3, εἰς Πελοπόννησον Pl.Ep.348d
c. ἐπί y gen. ἀποπλέοντας ἐπ' Αἰγύπτου Hdt.1.1, ἐπ' οἴκου Th.1.55
c. prep. y gen. de procedencia ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Th.6.61, cf. 1.89, ἀπὸ τῆς σφετέρας X.Ath.2.5, παρὰ τοῦ βασιλέως Theopomp.Hist.107
κατὰ βίου τε καὶ τῆς γῆς ζήτησιν Hdt.1.94
abs. ἐπὶ νηῶν βάντες ἀπέπλειον Od.8.501, ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε Pi.N.7.36, cf. Th.1.52, Ar.Ra.1480, X.An.5.4.12, Arr.Ind.26.9, Plu.l.c., combinado con οἴχομαι: ἀποπλέων ω[ἴχε] τ' ἐς Κνωσσόν B.1.122
c. ciertos adv. volver navegando ὀπίσω Hdt.4.156, πάλιν ἐς τοὺς Αἰγὸς ποταμούς X.HG 2.1.23, Plb.1.36.2, αὖτις Plb.5.29.4
s. cont., PLille 3.5 (III a.C.)
en sent. fig. marcharse, poner tierra por medio ἀποπλεῖς ἐτεόν; ¿de veras te largas? Ar.Er.144, cf. Com.Adesp. en POxy.3540.36 (cf. ἀποπλώω).