διαδικασία: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(Bailly1_1) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> ([[διαδικάζω]]) décision judiciaire;<br /><b>2</b> (διαδικάζομαι) diadicasie, <i>càd</i> action en justice pour statuer sur une contestation.<br />'''Étymologie:''' [[διαδικάζω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> ([[διαδικάζω]]) décision judiciaire;<br /><b>2</b> (διαδικάζομαι) diadicasie, <i>càd</i> action en justice pour statuer sur une contestation.<br />'''Étymologie:''' [[διαδικάζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />jur.<br /><b class="num">1</b> [[proceso]], [[pleito]] para la adjudicación de derechos, gener. sobre propiedades <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.71.12, 15 (V a.C.), διαδικασίαν γράφειν entablar un proceso de adjudicación</i> Aeschin.3.146, διαδικασίαν διαδικάσασθαι <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1622.d.527 (IV a.C.), ποιεῖν διαδικασίαν D.24.13, cf. <i>IAdramytteion</i> 16.48 (II a.C.), τὰς διαδικασίας εἰσάγειν Arist.<i>Ath</i>.61.1, διαδικασίαν ἀπενεγκεῖν <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1620.37 (IV a.C.), καλεῖν ... εἰς διαδικασίαν D.H.4.35, ἕλκειν ἐπὶ διαδικασίαν Polem.<i>Call</i>.53, κλήρου δ. D.44.7, cf. Lib.<i>Arg.D</i>.56.3, Harp.s.u. [[ἀντιγραφή]], δ. ὑπὲρ τῆς ἱερωσύνης τοῦ Ποσειδῶνος D.H.<i>Din</i>.10.20, cf. 11.5, 9, ἡ πρὸς Μακάρτατον δ. D.H.<i>Dem</i>.13.4, περὶ τῆς γυναικός Charito 5.8.6, περὶ τῆς Περσῶν ἡγεμονίας Plu.2.488c, cf. Lys.17.1, Hyp.<i>Fr</i>.70.2, <i>IEphesos</i> 7.2.23 (I a.C.), Lib.<i>Decl</i>.26.6, Ath.425b, Gr.Nyss.<i>Or.Dom</i>.13.29, Sch.Aeschin.3.328a<br /><b class="num">•</b>fig. δ. ... περὶ τῶν παθῶν Plu.<i>Lib</i>.2, δ. ... τοῖς νόμοις πρὸς τοὺς λόγους Lib.<i>Or</i>.62.23, del juicio de Dios, Basil.<i>Ep</i>.226.3.<br /><b class="num">2</b> [[sentencia]], [[resolución de adjudicación]] ἐπεὶ δὲ ἀκούσειεν αὐτῶν, πολὺν χρόνον ἀνεβάλλετο τὴν διαδικασίαν X.<i>Cyr</i>.8.1.18<br /><b class="num">•</b>de donde [[adjudicación judicial]] διαδικασίαν τεύχεσθαι D.28.17, (γραφαὶ δὲ καὶ δίκαι) εἰς ἐπιτροπῆς διαδικασίαν (acciones públicas y privadas) para la adjudicación de tutela</i> Arist.<i>Ath</i>.56.6, ἡ τῶν ἀριστείων δ. la adjudicación de recompensas</i> a magistrados por sus servicios, Pl.<i>Lg</i>.954d.<br /><b class="num">3</b> [[juicio]] o [[examen de aptitud al que se someten arcontes y trierarcos tras su elección]], sinón. de [[δοκιμασία]] <i>Lex.Rhet.Cant</i>.12.15<br /><b class="num">•</b>tb. para ser admitido en una fratría mediante la votación de sus miembros <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1237.26, 70 (IV a.C.), cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>διαδικασίαν ... προθεῖναι ταῖς γνώμαις proponer un escrutinio para las opiniones</i>, e.d. someter a voto las opiniones</i> D.H.11.21. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A suit to decide between claimants, e.g. to an estate, δ. κλήρου D.44.7; to a wardship, δ. ἐπιτροπῆς Arist.Ath.56.6; to exemption from a λειτουργία, D.28.17, cf. Lys.17.1, D.24.13, etc.; τὴν δ. ποιεῖσθαι IG12(5).722.48 (Andros); esp. of judicial inquiries relating to naval matters, D.47.26, Arist. Ath.61.1. 2 judicial decision or settlement, X.Cyr.8.1.18, OGI 437.78. 3 metaph., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ στρατήγιον dispute between the orators and the board of generals, Aeschin.3.146: generally, τὴν τῶν ἀριστείων δ. the competition for public honours, Pl. Lg.952d, cf. Polem.Call.53. 4 διαδικασίαν προθεῖναι ταῖς γνώμαις put the question to the vote, D.H.11.21.
German (Pape)
[Seite 576] ἡ, Proceß (ἐν αἷς περί τινος ἀμφισβήτησίς ἐστιν, ὅτῳ προσήκει μᾶλλον, B. A. 236), in dem man um einen Vorzug bei Ehrenämtern streitet (τὴν τῶν ἀριστείων Plat. Legg. XII, 952 d) od. behauptet, daß Einem weniger zugemuthet werden dürfe, als dem Andern, s. Meier u. Schöm. att. Proc. S. 367 ff. Auch Proceß gegen die Staatskasse, wenn man auf das confiscirte Vermögen eines Andern Ansprüche macht, Lys. 17, 1; Dem. 28, 17; vgl. Plat. Legg. XI, 916 c 937 d; – τὴν διαδικασίαν ἀναβάλλεσθαι, die Entscheidung eines Processes aufschieben, Xen. Cyr. 8, 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
διαδῐκᾰσία: ἡ, δίκη, δι’ ἧς ἔμελλε νὰ ἀποφασισθῇ τίς (ἐκ πολλῶν ἀξιούντων) εἶχε δικαίωμα εἴς τι προνόμιον ἢ ὑπέκειτο εἴς τινα δημοσίαν λειτουργίαν, ὡς καὶ τίς ἦτο ὁ δικαιοῦχος κληρονόμος τινὸς τεθνεῶτος (διαδ. κλήρου Δημ. 1082. 16), ἢ τίς εἶχε δικαίωμα νὰ λάβῃ γυναῖκα τὴν ἐπίκληρον, ἢ ὅπως ἀποφασίσῃ περὶ τῆς ἀξιώσεως, ἣν εἶχε πολίτης ἐπὶ χρημάτων ὀφειλομένων δῆθεν ἐκ περιουσίας δημευθείσης εἰς ὄφελος τοῦ δημοσίου ταμείου, Λυσ. 148. 11 ἢ περὶ ἀξιώσεως ἐξαιρέσεως ἀπὸ λειτουργίας, Δημ. 841. 5 ἢ ὅπως ἀποφασισθῇ τίς πρέπει νὰ πληρώσῃ χρήματά τινα ὀφειλόμενα ἕνεκα τῆς τριηραρχίας, ὁ αὐτ. 704. 9, κτλ.· - τὴν δ. ποιεῖσθαι Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθ.) 2349b. 2) μεταφ., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ στρατήγιον, διαφορά, φιλονικία μεταξὺ τῶν ῥητόρων καὶ τῶν στρατηγῶν, Αἰσχίν, 74. 19· καθόλου, τὴν τῶν ἀριστείων δ., ἅμιλλαν περὶ δημοσίων τιμῶν, Πλάτ. Νόμ. 952D. 3) διαδικασίαν προθεῖναι ταῖς γνώμαις, θέτω τὸ ζήτημα εἰς ψηφοφορίαν, Διον. Ἁλ. 11. 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 (διαδικάζω) décision judiciaire;
2 (διαδικάζομαι) diadicasie, càd action en justice pour statuer sur une contestation.
Étymologie: διαδικάζω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
jur.
1 proceso, pleito para la adjudicación de derechos, gener. sobre propiedades IG 13.71.12, 15 (V a.C.), διαδικασίαν γράφειν entablar un proceso de adjudicación Aeschin.3.146, διαδικασίαν διαδικάσασθαι IG 22.1622.d.527 (IV a.C.), ποιεῖν διαδικασίαν D.24.13, cf. IAdramytteion 16.48 (II a.C.), τὰς διαδικασίας εἰσάγειν Arist.Ath.61.1, διαδικασίαν ἀπενεγκεῖν IG 22.1620.37 (IV a.C.), καλεῖν ... εἰς διαδικασίαν D.H.4.35, ἕλκειν ἐπὶ διαδικασίαν Polem.Call.53, κλήρου δ. D.44.7, cf. Lib.Arg.D.56.3, Harp.s.u. ἀντιγραφή, δ. ὑπὲρ τῆς ἱερωσύνης τοῦ Ποσειδῶνος D.H.Din.10.20, cf. 11.5, 9, ἡ πρὸς Μακάρτατον δ. D.H.Dem.13.4, περὶ τῆς γυναικός Charito 5.8.6, περὶ τῆς Περσῶν ἡγεμονίας Plu.2.488c, cf. Lys.17.1, Hyp.Fr.70.2, IEphesos 7.2.23 (I a.C.), Lib.Decl.26.6, Ath.425b, Gr.Nyss.Or.Dom.13.29, Sch.Aeschin.3.328a
•fig. δ. ... περὶ τῶν παθῶν Plu.Lib.2, δ. ... τοῖς νόμοις πρὸς τοὺς λόγους Lib.Or.62.23, del juicio de Dios, Basil.Ep.226.3.
2 sentencia, resolución de adjudicación ἐπεὶ δὲ ἀκούσειεν αὐτῶν, πολὺν χρόνον ἀνεβάλλετο τὴν διαδικασίαν X.Cyr.8.1.18
•de donde adjudicación judicial διαδικασίαν τεύχεσθαι D.28.17, (γραφαὶ δὲ καὶ δίκαι) εἰς ἐπιτροπῆς διαδικασίαν (acciones públicas y privadas) para la adjudicación de tutela Arist.Ath.56.6, ἡ τῶν ἀριστείων δ. la adjudicación de recompensas a magistrados por sus servicios, Pl.Lg.954d.
3 juicio o examen de aptitud al que se someten arcontes y trierarcos tras su elección, sinón. de δοκιμασία Lex.Rhet.Cant.12.15
•tb. para ser admitido en una fratría mediante la votación de sus miembros IG 22.1237.26, 70 (IV a.C.), cf. Hsch.
•διαδικασίαν ... προθεῖναι ταῖς γνώμαις proponer un escrutinio para las opiniones, e.d. someter a voto las opiniones D.H.11.21.