ἐνίζω: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(big3_15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=s’asseoir dans <i>ou</i> sur, s’établir dans <i>ou</i> sur, dat. <i>ou</i> ἔς [[τι]];<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνίζομαι <i>m. sign.</i>, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἵζω]]. | |btext=s’asseoir dans <i>ou</i> sur, s’établir dans <i>ou</i> sur, dat. <i>ou</i> ἔς [[τι]];<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνίζομαι <i>m. sign.</i>, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἵζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. med. aor. ind. 3<sup>a</sup> sg. [[ἐνεείσατο]] A.R.4.188]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[sentar en]] c. dat. πρύμνῃ δ' [[ἐνεείσατο]] κούρην A.R.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[habitar]], [[residir en]] σὲ (ὄρνιθα) ... μουσεῖα καὶ θάκους ἐνίζουσαν E.<i>Hel</i>.1108.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[instalarse]], [[asentarse]], [[posarse en]] en v. act. o med., c. dat. ὡς ἂν ἐνίζηται ἕδρῃ del hombro dislocado, Hp.<i>Art</i>.4, ἀνανθεῖ ... σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως Pl.<i>Smp</i>.196b, τοῖος γὰρ κρύσταλλος ἐνίζεται ... χειρί Opp.<i>H</i>.3.155, cf. 2.243, τρισὶν ὅλοις ἔτεσιν ἐνιζήσας αὐτῇ (τῇ γῇ) Cyr.Al.M.70.420A, c. giro prep. τῆς ἐπιγλωττίδος ἐνιζούσης ἐς τὴν ἑωυτῆς ἕδρην Aret.<i>CA</i> 1.4.13<br /><b class="num">•</b>fig. οὐ γὰρ ἔδει ταῖς τῶν εἰδωλολατρούντων γλώσσαις ἐνιζῆσαι τὴν ἀλήθειαν Cyr.Al.M.70.465A.<br /><b class="num">2</b> en perf. [[estar adherido]] c. dat. τὰ νεῦρα ... τοῖς ... μυσὶν ἐνιζηκότα Gal.2.691, ἡ ἐνιζηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Gal. en Orib.7.23.40.<br /><b class="num">3</b> medic. [[tomar baños de asiento]] en v. med. χρὴ ἐνίζεσθαι ... ὅταν αἱ ὠδῖνες σφόδρα ὀχλέωσι Hp.<i>Mul</i>.1.68, ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν Aret.<i>CA</i> 2.8.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
A to set in, Ep. aor. 1 Med. ἐνεείσατο he placed upon, πρύμνῃ κούρην A.R.4.188. II intr., = ἐνιζάνω, pf. ἐνίζηκα, sit in or on, c.acc., θάκους ἐνίζουσαν E.Hel.1108 (lyr.), prob. in A.Ch.801 (lyr.): c. dat., σώματι καὶ ψυχῇ . . ἐνίζει Ἔρως Pl.Smp.196b; νεῦρα τοῖς μυσὶν -ηκότα Gal.2.691; ἡ -ηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Id.11.354:—Med., ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν Aret.CA2.8.
German (Pape)
[Seite 844] (s. ἵζω), hinein-, daraufsetzen; μουσεῖα καὶ θάκους Eur. Hel. 1108; ἀπηνθηκότι σώματι οὐκ ἐνίζει ὁ ἔρως Plat. Conv. 196 b; ἔς τι, Sp., auch im med.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνίζω: ἐγκαθίζω, (ἴδε ἵζω)· ἐντεῦθεν, Ἐπικ. μέσ. ἀόρ. α΄ ἐνεείσατο, πρύμνῃ δ’ ἐνεείσατο κούρην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 188. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ ἐνιζάνω, κάθημαι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, θάκους ἐνίζουσαν Εὐρ. Ἑλ. 1108, πρβλ. ἐνέζομαι· (ἡ διόρθωσις τοῦ Ἑρμάννου ἐν Αἰσχύλ. Χο. 801 μυχὸν ἐνίζετε, ἀντὶ νομίζετε, εἶναι λίαν ἐπιτυχής)· μετὰ δοτ., σώματι καὶ ψυχῇ... ἐνίζει Ἔρως Πλάτ. Συμπ. 196Β· ἔς τι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
s’asseoir dans ou sur, s’établir dans ou sur, dat. ou ἔς τι;
Moy. ἐνίζομαι m. sign., τινι.
Étymologie: ἐν, ἵζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. med. aor. ind. 3a sg. ἐνεείσατο A.R.4.188]
I tr.
1 sentar en c. dat. πρύμνῃ δ' ἐνεείσατο κούρην A.R.l.c.
2 habitar, residir en σὲ (ὄρνιθα) ... μουσεῖα καὶ θάκους ἐνίζουσαν E.Hel.1108.
II intr.
1 instalarse, asentarse, posarse en en v. act. o med., c. dat. ὡς ἂν ἐνίζηται ἕδρῃ del hombro dislocado, Hp.Art.4, ἀνανθεῖ ... σώματι καὶ ψυχῇ οὐκ ἐνίζει Ἔρως Pl.Smp.196b, τοῖος γὰρ κρύσταλλος ἐνίζεται ... χειρί Opp.H.3.155, cf. 2.243, τρισὶν ὅλοις ἔτεσιν ἐνιζήσας αὐτῇ (τῇ γῇ) Cyr.Al.M.70.420A, c. giro prep. τῆς ἐπιγλωττίδος ἐνιζούσης ἐς τὴν ἑωυτῆς ἕδρην Aret.CA 1.4.13
•fig. οὐ γὰρ ἔδει ταῖς τῶν εἰδωλολατρούντων γλώσσαις ἐνιζῆσαι τὴν ἀλήθειαν Cyr.Al.M.70.465A.
2 en perf. estar adherido c. dat. τὰ νεῦρα ... τοῖς ... μυσὶν ἐνιζηκότα Gal.2.691, ἡ ἐνιζηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Gal. en Orib.7.23.40.
3 medic. tomar baños de asiento en v. med. χρὴ ἐνίζεσθαι ... ὅταν αἱ ὠδῖνες σφόδρα ὀχλέωσι Hp.Mul.1.68, ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν Aret.CA 2.8.4.