συμπεριλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
(eksahir)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[rodear]], [[coger alrededor]]
|esgtx=[[rodear]], [[coger alrededor]]
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[σύν]] and a [[compound]] of [[περί]] and [[λαμβάνω]]; to [[take]] by enclosing [[altogether]], i.e. [[earnestly]] [[throw]] the [[arms]] [[about]] [[one]]: [[embrace]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριλαμβάνω Medium diacritics: συμπεριλαμβάνω Low diacritics: συμπεριλαμβάνω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: symperilambánō Transliteration B: symperilambanō Transliteration C: symperilamvano Beta Code: sumperilamba/nw

English (LSJ)

   A gather together, τὸ τοῦ ἱματίου περικεχυμένον Sor.Vit.Hippocr.12; enclose or include together, [τοῖς νεύροις] ὀστᾶ καὶ μυελόν Pl.Ti.74d, cf. Hp.Fist.4; τὰ ᾠά Arist.HA549a33; πολλὴν ἀναθυμίασιν Id.Mete. 358a33:—Pass., Pl.Ti.83d.    2 embrace, include, τὰ γένη ib.58a; comprehend in a treaty with others, ἐν ταῖς συνθήκαις Philipp. ap. D. 18.77 (Pass.), cf. Decr. ap. eund.18.29, Epicur.Nat.28.9; embrace in the same history, Plb.8.11.4, cf. D.S.16.94, etc.:—Pass., ἐν τῷ λόγῳ συμπεριειλῆφθαι Arist.Top.142a31, cf. Thphr.HP6.1.1, al.; ὅπως -ληφθῶμεν ἐν ταῖς συνθήκαις SIG591.64 (Lampsacus, ii B.C.).    3 in literal sense, embrace, Act.Ap.20.10.    II Med., take part in together, τινος Luc.Dom.4codd. συμπερι-ληπτέον, one must include, Thphr. HP6.6.1.

German (Pape)

[Seite 986] (s. λαμβάνω), mit, zugleich, zusammen umfassen; Plat. Tim. 58 a 83 d; Dem. u. Folgde, τὶ τῇ ὑποθέσει, Pol. 8, 13, 4; auch = mit dem Verstande begreifen, Arist. de anim. 1, 2, – συμπεριληψόμενος τῶν περὶ τοῦ ἔρωτος λόγων, Luc. de dom. 4.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριλαμβάνω: ὡς καὶ νῦν, περιλαμβάνω ὁμοῦ, περικλείω, περιέχω ὁμοῦ, [τοῖς νεύροις] τὰ ὀστᾶ καὶ τὸν μυελὸν Πλάτ. Τίμ. 74D· τὰ ᾠὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 5· πολλὴν ἀναθυμίασιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολογ. 2. 3, 25. ― Παθ., Πλάτ. Τίμ. 83D. 2) περιλαμβάνω συγχρόνως, διὰ μιᾶς, τὰ γένη αὐτόθι 58Α· περιλαμβάνω ἐν συνθήκῃ ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, ταῖς συνθήκαις Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 9, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ τῷ αὐτῷ 235. 16· περιλαμβάνω ἐν τῇ αὐτῇ ἱστορίᾳ, τι Πολύβ. 8. 13. 4, Διόδ., κλπ.· ― Παθ., συμπεριειλῆφθαι Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 13. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω μέρος εἴς τι, μετέχω ὁμοῦ, τινος Λουκ. περὶ Οἴκου 4.

French (Bailly abrégé)

inf. pf. Pass. συμπεριειλῆφθαι;
embrasser, contenir, renfermer ensemble, acc. ; particul. comprendre dans un traité;
Moy. συμπεριλαμβάνομαι prendre part en même temps ou ensemble à, gén..
Étymologie: σύν, περιλαμβάνω.

Spanish

rodear, coger alrededor

English (Strong)

from σύν and a compound of περί and λαμβάνω; to take by enclosing altogether, i.e. earnestly throw the arms about one: embrace.