θεραπεία: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(Bailly1_3) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> soin :<br /><b>1</b> soin religieux : [[θεραπεία]] [[θεῶν]], περὶ τοὺς θεούς culte des dieux ; <i>au plur.</i> soins (envers les dieux);<br /><b>2</b> soins, respect pour les parents;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> soins attentifs, prévenances, sollicitude : θεραπείᾳ θεραπεύειν τινά XÉN entourer qqn de soins;<br /><b>4</b> soins quotidiens, entretien, traitement (d’animaux, de plantes, <i>etc.</i>) ; soins du corps ; parure de femme (<i>cf. lat.</i> cultus) ; soins médicaux, traitement;<br /><b>II.</b> <i>au sens coll.</i> train de serviteurs, suite d’un grand : ἱππικὴ [[θεραπεία]] XÉN suite à cheval.<br />'''Étymologie:''' [[θεραπεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> soin :<br /><b>1</b> soin religieux : [[θεραπεία]] [[θεῶν]], περὶ τοὺς θεούς culte des dieux ; <i>au plur.</i> soins (envers les dieux);<br /><b>2</b> soins, respect pour les parents;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> soins attentifs, prévenances, sollicitude : θεραπείᾳ θεραπεύειν τινά XÉN entourer qqn de soins;<br /><b>4</b> soins quotidiens, entretien, traitement (d’animaux, de plantes, <i>etc.</i>) ; soins du corps ; parure de femme (<i>cf. lat.</i> cultus) ; soins médicaux, traitement;<br /><b>II.</b> <i>au sens coll.</i> train de serviteurs, suite d’un grand : ἱππικὴ [[θεραπεία]] XÉN suite à cheval.<br />'''Étymologie:''' [[θεραπεύω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[θεραπεύω]]; [[attendance]] ([[specially]], [[medical]], i.e. [[cure]]); [[figuratively]] and [[collectively]], domestics: [[healing]], [[household]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 25 August 2017
English (LSJ)
Ion. θερᾰπ-ηΐη (θερᾰπ-είη Hp.Art.80,al.), ἡ,
A service, attendance: I of persons, θ. τῶν θεῶν service paid to the gods, Pl. Euthphr.13d, cf. E.El.744 (lyr.); θεῶν καὶ ἡρώων θεραπεῖαι Pl.R.427b, etc.; ἡ περὶ τοὺς θεοὺς θ. Isoc.11.24; ἀγυιάτιδες θ. worship of Apollo Agyieus, E.Ion187; τὴν θ. ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arist.Pol.1329a32; θ. τῆς μήνιδος Jul.Or.5.159b: abs., πᾶσαν θ. ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος Pl.Phdr.255a, cf. Antipho 4.2.4; of parents, γονέων θεραπείας καὶ τιμάς Pl.Lg.886c, cf. Gorg.Fr.6 D.; of children, nurture, care, μικροὺς παῖδας θεραπείας δεομένους Lys.13.45; θ. καὶ ἐσθής X.Mem.3.11.4; θ. σώματος, ψυχῆς, Pl.Grg.464b, La.185e. 2 service done to gain favour, paying court, θ. τοῦ κοινοῦ καὶ τῶν αἰεὶ προεστώτων Th.3.11; ἐν θεραπείᾳ ἔχειν πολλῇ Id.1.55; πάσῃ θεραπείᾳ θεραπεύειν τινά X.HG 2.3.14; θεραπείαις προσαγαγέσθαι Isoc.3.22; τῇ θ. ψυχαγωγούμενος D.59.55. II medical or surgical treatment or cure, χειρός, ποδός, Hp.l.c.; αἱ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θ. αἱ διὰ καύσεων γιγνόμεναι cures by cautery, Pl.Prt.354a; ἡ ἐκ τῶν γραμμάτων θ. treatment secundum artem, Arist.Pol.1287a40, cf. Gal.1.400, etc.; τῶν καμνόντων Pl.Prt. 345a, cf. Th.2.51, Phld.Ir.p.21 W.; τοῦ σώματος Id.Lib.p.19 O., Vit.Philonid.p.9 C.; healing, θεραπείας ἐπιτυχών Sammelb.1537b: in pl., cures, ἰατρὸς ποιεῖ -είας POxy.1r.13. III of animals, care, tendance, Pl.Euthphr.13a, Arist.HA578a7 (pl.). 2 of plants, cultivation, Pl.Tht.149e, Thphr.HP2.2.12. 3 maintenance or repairs of temples, SIG1106.49 (Cos, iv/iii B.C.), 1102.8 (ii B.C.). 4 preparation of fat for medical use, Dsc.2.76. IV in collective sense, body of attendants, retinue, Hdt.1.199, 5.21, 7.184, LXXGe. 45.16; σὺν ἱππικῇ θ. X.Cyr.4.6.1; ὁ ἐπὶ τῆς θ. τεταγμένος Plb.4.87.5.
German (Pape)
[Seite 1199] ἡ, 1) das Dienen, die Bedienung, die Hochachtung gegen Eltern u. höher Gestellte; θεραπεία τοῦ τε κοινοῦ αὐτῶν καὶ τῶν ἀεὶ προεστώτων Thuc. 3, 11; γονέων θεραπεῖαι καὶ τιμαί Plat. Legg. X, 886 c, wie Rep. IV, 425 b; θεῶν, Gottesdienst, Euthyphr. 13 d; vgl. Eur. El. 744; ἀγυιατίδες, des Apollo Agyieus, Ion 187; Isocr. 2, 20; ἡ περὶ τοὺς θεοὺς θερ. neben εὐσέβεια 11, 24; ἄλλαι θεῶν τε καὶ δαιμόνων καὶ ἡρώων θεραπεῖαι Plat. Rep. IV, 427 b; πᾶσαν θεραπείαν ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος Phaedr. 255 a, wie auch Antiph. 4 β 4 θεραπείαν θεραπεύεσθαι vrbdt; Xen. αὐτὸν ἐθεράπευον πάσῃ θεραπείᾳ, Hell. 2, 3, 14; ἐν θεραπείᾳ ἔχειν, Jem. seine Hochachtung beweisen, ihm gefällig sein, Thuc. 1, 55; θεραπείαις προσαγαγέσθαι Isocr. 3, 22. – Uebh. Dienstleistung, Eur. I. T. 314 u. A.; Pflege der Kranken, τῶν καμνόντων Plat. Prot. 345 a; τὰς ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θεραπείας, die Kur, τὰς διὰ καύσεων γιγνομένας, 354 a; τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῖαι τοῖς ἰατροῖς εὕρηνται, viele Heilungsarten, Isocr. 8, 39; Sp.; θεραπείαν προσάγειν Pol. 15, 25, 6; σώματος, Pflege u. Wartung des Körpers, Plat. Gorg. 464 b; ὅση περὶ τὸ θνητὸν πᾶν σῶμα θερ. Soph. 219 a; von Thieren, ἡ ἱππικὴ ἵππων θερ. Euthyphr. 13 a; von Pflanzen, τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Theaet. 149 e; τῶν ποπάνων καὶ ἑψημάτων Rep. V, 455 c; τῆς ψυχῆς Lach. 185 e; Xen. vrbdt ἐν ἐσθῆτι καὶ θεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ, Mem. 3, 11, 4, vom Putz. – 21 collectiv, Dienerschaft, Gefolge, θεραπηΐη δέ σφι ὄπισθε ἕπεται πολλή Her. 1, 199, vgl. 7, 184; σὺν ἱππικῇ θεραπείᾳ Xen. Cyr. 4, 6, 1; Sp.; ὁ ἐπὶ τῆς θεραπείας, der Befehlshaber der Leibwache, Pol. 4, 87, 5 Hdn. 7, 1, 10; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπεία: Ἰων. -ηΐη. ἡ, (θεραπεύω) ὑπηρεσία, περιποίησις˙ ἐντεῦθεν κατὰ ποικίλας σχέσεις, Ι. ἐπὶ προσ., θ. θεῶν, ὑπηρεσία πρὸς τοὺς θεούς, θεία λατρεία, Πλάτ. Εὐθύφρ. 13D˙ θεῶν καὶ ἡρώων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 427B, κτλ.˙ ὡσαύτως, ἡ περὶ τοὺς θεοὺς θ. Ἰσοκρ. 226A˙ ἀγυιάτιδες θ., λατρεία τοῦ Ἀγυιέως Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴωνι 187˙ τὴν θ. ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 9, 9: - ἀπολ., πᾶσαν θερ. ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος Πλάτ. Φαίδρ. 255A, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 744, Ἀντιφῶν 126. 18: - ὡσαύτως ἐπὶ τῶν γονέων, Πλάτ. Νόμ. 886C. 2) ὑπηρεσία πρὸς ἀπόλαυσιν εὐνοίας, περιποίησις, Λατ. obsequium, θ. τῶν ἀεὶ προεστώτων Θουκ. 3. 11˙ ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχω, περιποιοῦμαί τινα πολύ, ὁ αὐτ. 1. 55˙ θεραπείᾳ θεραπεύειν τινὰ Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 14˙ θεραπείαις προσαγαγέσθαι Ἰσοκρ. 31B, πρβλ. Δημ. 1364. 9, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, περιποίησις, φροντίς, μέριμνα, τοῦ σώματος, τῆς ψυχῆς Πλάτ. Γοργ. 464B, Λάχ. 185E˙ παῖδας θεραπείας δεομένους Λυσ. 134. 2˙ θ. καὶ ἐσθής, κοσμήματα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4. 2) ἰατρικὴ θεραπεία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839, κτλ.˙ καθόλου, περίθαλψις, περιποίησις εἰς ἀσθενῆ, Θουκ. 2. 51, κτλ.˙ τῶν καμνόντων ἡ θ. Πλάτ. Πρωτ. 345A˙ αἱ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θερ. αἱ διὰ καύσεων γιγνόμεναι, θεραπεῖαι διὰ καύσεως (καυτηρίου), αὐτόθι 354A˙ ἡ ἐκ τῶν γραμμάτων θ., ἡ τεχνική, ἐπιστημονικὴ θερ., secundum artem, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16. 7. ΙΙΙ. ἐπὶ ζῴων, περιποίησις, ἀνατροφή, Πλάτ. Εὐθύφρ. 13A, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 25, κ. ἀλλ.˙ ἐπὶ φυτῶν, καλλιεργία, Πλάτ. Θεαιτ. 149E˙ ἐπὶ γῆς, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 2, 12. IV. ἐν περιληπτικῇ σημασίᾳ, οἱ θεράποντες, οἱ ὑπηρέται, ἡ ἀκολουθία, Ἡρόδ. 1. 199., 5. 21., 7. 184˙ σὺν ἱππικῇ θερ. Ξεν. Κύρ. 4. 6, 1˙ ὁ ἐπὶ τῆς θερ. Πολύβ. 4. 87, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. soin :
1 soin religieux : θεραπεία θεῶν, περὶ τοὺς θεούς culte des dieux ; au plur. soins (envers les dieux);
2 soins, respect pour les parents;
3 p. ext. soins attentifs, prévenances, sollicitude : θεραπείᾳ θεραπεύειν τινά XÉN entourer qqn de soins;
4 soins quotidiens, entretien, traitement (d’animaux, de plantes, etc.) ; soins du corps ; parure de femme (cf. lat. cultus) ; soins médicaux, traitement;
II. au sens coll. train de serviteurs, suite d’un grand : ἱππικὴ θεραπεία XÉN suite à cheval.
Étymologie: θεραπεύω.
English (Strong)
from θεραπεύω; attendance (specially, medical, i.e. cure); figuratively and collectively, domestics: healing, household.