εὐδία: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(SL_1)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὐδία]] (-ίᾳ, -ίαν; -ίαις.) cf. [[εὐαμερία]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[good]] [[weather]], met., tranquillity pl., days of [[calm]] ὁ νικῶν δὲ [[ἔχει]] μελιτόεσσαν εὐδίαν (O. 1.98) Κάστορος, εὐδίαν ὃς [[μετὰ]] χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.10) ἀλλὰ [[νῦν]] μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος (I. 7.38) τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεἰ θάλλει μαλακαῖς ε[ὐ]δίαι[ς (Pae. 2.52) τὸ κοινόν [[τις]] ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1.
|sltr=[[εὐδία]] (-ίᾳ, -ίαν; -ίαις.) cf. [[εὐαμερία]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[good]] [[weather]], met., tranquillity pl., days of [[calm]] ὁ νικῶν δὲ [[ἔχει]] μελιτόεσσαν εὐδίαν (O. 1.98) Κάστορος, εὐδίαν ὃς [[μετὰ]] χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.10) ἀλλὰ [[νῦν]] μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος (I. 7.38) τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεἰ θάλλει μαλακαῖς ε[ὐ]δίαι[ς (Pae. 2.52) τὸ κοινόν [[τις]] ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1.
}}
{{StrongGR
|strgr=[[feminine]] from εὖ and the alternate of [[Ζεύς]] (as the [[god]] of the [[weather]]); a [[clear]] [[sky]], i.e. [[fine]] [[weather]]: [[fair]] [[weather]].
}}
}}

Revision as of 17:49, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδία Medium diacritics: εὐδία Low diacritics: ευδία Capitals: ΕΥΔΙΑ
Transliteration A: eudía Transliteration B: eudia Transliteration C: evdia Beta Code: eu)di/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A fair weather, εὐδία ἐκ χειμῶνος Pi.I.7(6).38, cf. Antipho 2.2.1, Hp.Insomn.89; ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν X.HG2.4.14; ὅταν εὐ. γένηται Arist.HA551a3; εὐδίας (gen.) in fine weather, ib.597b13: pl., ἔν γε χειμῶσιν καὶ ἐν εὐδίαις Pl.Lg.961e; εὐδιῶν οὐσῶν Arist. HA626a4.    2 metaph., tranquillity, peace, Pi.O.1.98, P.5.10, A. Th.795, X.An.5.8.20; τὴν Αἴγυπτον εἰς εὐδίαν ἀγαγεῖν OGI90.11 (Rosetta, ii B.C.), cf. Herod.1.28; εὐ. καὶ διαγωγὴ ἄλυπος Polystr. p.17 W.; of the mind, Protag.9; σαρκὸς εὐ. good condition of... Plu. 2.126c; εἰς ἔμ' εὐδίαν ἔχων being at ease so far as I am concerned, S.Ichn.346. [On the prosody, v. εὔδιος.]

German (Pape)

[Seite 1061] ἡ (εὔδιος), stilles, heiteres Wetter, ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος Pind. I. 6, 38 (vgl. Xen. Hell. 2, 4, 14 ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιοῦσι); μελιτόεσσαν εὐδίαν ἔχει Ol. 1, 68; übertr., wie πόλις ἐν εὐδίᾳ Aesch. Spt. 777; Xen. An.5, 8, 10 u. Sp.; ἔν γε χειμῶσι καὶ ἐν εὐδίαις Plat. Legg. XII, 96 e; εὐδίας, bei stillem, heiterm Wetter, Arist. H. A. 8, 12; Plut. oft mit γαλήνη verbunden; von Heiterkeit des Gemüthes, wie auch σώματος, der nicht von Krankheit zerstörte, gesunde Zustand, Plut. Consol. ad Apoll. 362.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδία: ἡ, καλοκαιρία, κοινῶς «βιδιά», ἐκ χειμῶνος εὐδία Πινδ. Ι. 7 (6). 52· ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14· ὅταν εὐδία γένηται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 3· εὐδίας (γεν.), ἐν καλοκαιρίᾳ αὐτόθι 8. 12, 10· ― πληθ., ἔν γε χειμῶσι καὶ εὐδίαις Πλάτ. Νόμ. 961F· εὐδιῶν οὐσῶν Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 36. 2) μεταφ., ἠρεμία, ἡσυχία, γαλήνη, Πινδ. Ο. 1. 158, Π. 5. 12, Αἰσχύλ. Θήβ. 795, Ἀντιφῶν 116. 25, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 19· ἐπὶ τοῦ νοῦ, τῆς διανοίας, Πρωταγ. παρὰ Πλουτ. 2. 118Ε, ἔνθα ἴδε Wytt.· σαρκὸς εὐδ., καλὴ κατάστασις τῆς σαρκός, αὐτόθι 126C. Περὶ τῆς προσῳδίας ἴδε εὔδιος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 temps serein, beau temps;
2 fig. calme, sérénité (de l’âme, de l’esprit, etc.) ; p. anal. σαρκὸς εὐδία PLUT bon état de la chair.
Étymologie: εὔδιος.

English (Slater)

εὐδία (-ίᾳ, -ίαν; -ίαις.) cf. εὐαμερία,
   1 good weather, met., tranquillity pl., days of calm ὁ νικῶν δὲ ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν (O. 1.98) Κάστορος, εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.10) ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος (I. 7.38) τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεἰ θάλλει μαλακαῖς ε[ὐ]δίαι[ς (Pae. 2.52) τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1.

English (Strong)

feminine from εὖ and the alternate of Ζεύς (as the god of the weather); a clear sky, i.e. fine weather: fair weather.