γαλήνη: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(ab2)
(strοng)
Line 27: Line 27:
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=* [[γαλήνη]], -ης, ἡ, <br />a [[calm]]: Mt 8:26, Mk 4:39, Lk 8:24.†
|astxt=* [[γαλήνη]], -ης, ἡ, <br />a [[calm]]: Mt 8:26, Mk 4:39, Lk 8:24.†
}}
{{StrongGR
|strgr=of [[uncertain]] [[derivation]]; tranquillity: [[calm]].
}}
}}

Revision as of 17:52, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλήνη Medium diacritics: γαλήνη Low diacritics: γαλήνη Capitals: ΓΑΛΗΝΗ
Transliteration A: galḗnē Transliteration B: galēnē Transliteration C: galini Beta Code: galh/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A stillness of the sea, calm (γ. μὲν ἐν θαλάσσῃ νηνεμία δ' ἐν ἀέρι Arist.Top.108b25, but cf. Od.5.452, 12.168), Hom. only in Od., λευκ ὴ δ' ἦν ἀμφὶ γαλήνη 10.94; οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην will sail the calm sea, 7.319; stillness of deep waters, Coluth.360; νηνεμίας τε καὶ γ. Pl.Tht.153c; ἐν ταῖς γ. καὶ εὐδίαις Arist.HA533b30: metaph. of the mind, calmness, serenity, φρόνημα νηνέμου γαλάνας A.Ag.740 (lyr.); ἐν γαλήνῃ in calm, quiet, S.El.899; γ. ἐν τῇ ψυχῇ Pl.Lg.791a.    II lead sulphide, galena, Plin.HN33.95, 34.159.    III name of an antidote, Androm. ap. Gal.14.32. (Aeol.γελήνη (sic) acc. to Jo.Gramm.Comp. 3.1; perh. akin to γελάω.)

German (Pape)

[Seite 471] ἡ (eigentl. »die Glänzende«, »die heiter Strahlende«, γαλερός, ἀγλαός = ἀγαλόσ, γάλα u. s. w.; man beachte λευκὴ γαλήνη Odyss. 10, 94); 1) Wind-, Meeresstille, von Hom. an überall; Odyss. 5, 391. 12, 168 ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη; 10, 94 οὐ μὲν γάρ ποτ' ἀέξετο κῦμά γ' ἐν αὐτῷ, οὔτε μέγ' οὔτ' ὀλίγον, λευκὴ δ' ἦν ἀμφὶ γαλήνη; 5, 452 vom Flußgotte in Scheria ὁ δ' αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα, πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς; 7, 319 οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην, werden bei Windstille, auf ruhigem Meere fahren; neben νηνεμία Plat. Theaet. 153 c; übertr., Ruhe, Heiterkeit, Soph. El. 887; γαλήνην ἡσυχίαν τε ἐν τῇ ψυχῇ ἀπεργάσασθαι Plat. Legg. VII, 791 a; βίου Luc. Al. 61; öfter bei Sp., z. B. Plut. Num. 20. – 2) Bleierz, ἱBleiglanz, Plin. H. N. 33, 6. – 3) ein Gegengift, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλήνη: ἡ, ἡσυχία τῆς θαλάσσης (ταὐτὸν γ. μὲν ἐν θαλάσσῃ νηνεμία δ᾽ ἐν ἀέρι Ἀριστ. Τοπ. 1. 17, 1), Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. ˙λευκὴ δ᾽ ἦν ἀμφὶ γαλήνη 10. 94, πρβλ. 12. 168 (ἐν Ε. 452 σημαίνει μόνον τὴν νηνεμίαν ἢ ἔλλειψιν ἀνέμου, ὡς δεικνύουσι τὰ ἑπόμενα) οἱ δ᾽ ἐλόωσι γαλήνην, θὰ πλεύσωσι διὰ τῆς γαληνιαίας θαλάσσης. Ὀδ. Η. 319· νηνεμίας τε καὶ γ. Πλάτ. Θεαίτ. 153C· ἐν. γ. καὶ εὐδίαις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 15·―μεταφ. ἐπὶ ψυχῆς, ἡσυχία, ἀταραξία, πρᾳότης, φρόνημα νηνέμου γαλάνας, μεγάλης ἀταραξίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 740· ἐν γαλήνῃ, ἐν ἀταραξίᾳ, ἡσύχως, Σοφ. Ἠλ. 899. ΙΙ. εἶδος ἀρχυρόχρου μολυβδούχου γῆς, «ἀσημόχωμα», Πλίν. 33. 6. ΙΙΙ. ἀντίδοτον κατὰ δηλητηρίου, Γαλην. (ὁ Κούρτ. προτείνει σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ γάλα· ἴσως μᾶλλον πρὸς τὸ γελάω).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
calme de la mer ; γαλήνην ἑλαύνειν OD sillonner une mer calme ; fig. calme, sérénité.
Étymologie: DELG cf. γελάω, γλήνη, d’un th. exprimant l’éclat.

English (Autenrieth)

ης: calm surface of the sea; ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο, ἡ δὲ γαλήνη | ἔπλετο νηνεμίη, κοίμησε δὲ κύματα δαίμων, Od. 12.168.

Spanish (DGE)

(γᾰλήνη) -ης, ἡ

• Alolema(s): dór. γαλάνα A.A.740; beoc. γαλάνη Corinn.39.1.2; eol. γελάννα Alc.286a.5; γελήνη Phlp.Comp.3.1
I 1calma de la mar λευκὴ δ' ἦν ἀμφὶ γ. Od.10.94, cf. S.Fr.730e.18, οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην remarán con bonanza, Od.7.319, ὅσοι δὲ γαλήνῃ κινδυνεύσειαν, ἡλίσκοντο Th.4.26, ὁπόταν γαλήνη ᾖ ἐμβιβῶ X.An.5.7.8, γ. μεγάλη Eu.Matt.8.26, cf. Artem.2.23, Aesop.80, D.P.Au.2.8, X.Eph.1.12.3, Longus 3.21.1, Hierocl.Facet.120
tranquilidad de las profundidades marinas, Colluth.360, op. νηνεμία Pl.Tht.153c, hex. en Pl.Smp.197c, Arist.Top.108b25
ref. a otros fenómenos naturales y atmosféricos calma (ὁ κόσμος) τῶν σεισμῶν γαλήνης ἐπιλαβόμενος Pl.Plt.273a, cf. Lg.919a, Ti.44b, εὐκήλῳ δὲ κατείχετο πάντα γαλήνῃ A.R.4.1249, πᾶσα [δὲ γαῖα γ] έλασσε, πάλ[ιν] μείδησε γ. Pamprepius 3.79.
2 fig. calma, serenidad de la mente φρόνημα νηνέμου γαλάνας A.l.c., ἐν γαλήνῃ S.El.899, γ. ἐν τῷ σώματι Hp.Flat.14, ἐν εὐδίᾳ σαρκὸς καὶ γαλήνῃ Plu.2.126c, γ. ... ἐν τῇ ψυχῇ Pl.Lg.791a, βιότου Anacreont.50.16, τῆς τύχης Ach.Tat.4.1.3, de la situación política PMasp.89re.b.2 (VI d.C.).
3 paz de Justiniano AP 4.3.98 (Agath.).
II mineral.
1 galena Plin.HN 33.94, CIL 15.7916, 7917, 7918 (todas Roma).
2 ganga Hsch.
III medic., un antídoto Androm.3.

• Etimología: De *γαλασνᾱ tema en -s que aparece c. otro vocalismo en γέλως, γελαστός de *gelH3-/ *gl̥H3- ‘brillar’.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

of uncertain derivation; tranquillity: calm.