ἐπιστολή: Difference between revisions
(strοng) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[ἐπιστέλλω]]; a written [[message]]: "[[epistle]]," [[letter]]. | |strgr=from [[ἐπιστέλλω]]; a written [[message]]: "[[epistle]]," [[letter]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=ἐπιστολῆς, ἡ ([[ἐπιστέλλω]]), a [[letter]], [[epistle]]: ἐπιστολαί συστατικαι, letters of [[commendation]], Winer s Grammar, 176 (165). On the [[possible]] [[use]] of the plural of [[this]] [[word]] interchangeably [[with]] the [[singular]] (cf. Thomas Magister, Ritschl edition, p. 113,8), [[see]] Lightfoot and Meyer on [[Euripides]], [[Thucydides]], others)). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 28 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἐπιστέλλω)
A anything sent by a messenger, message, order, commission, whether verbal or in writing, Hdt.4.10, Th.8.45, etc.; ἐξ ἐπιστολῆς by command, Hdt.6.50: used by Trag. always in pl., A.Pr.3, Pers.783, Supp.1012, S.Aj.781, OC1601, etc.; Πενθέως ἐπιστολαῖς by his commands, E.Ba.442; τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψεν commands about her children, Id.Hipp.858. 2. letter, ἐ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι, Th.1.129, 7.10; λύειν Id.1.132; ἐ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι Lys.20.27; πέμπειν τινί E.IT589 (pl.): in pl. of one letter, like γράμματα, Lat. litterae, Id.IA111,314, Th.1.132, etc.; ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν . . τοῦ Ὄθωνος, Lat. ab epistulis Othoni, his secretary, Plu.Oth.9; νομογραφικὴ ἐ. BGU1135.7(i B.C.).
German (Pape)
[Seite 984] ἡ (das durch einen Boten Uebersandte), Nachricht, Auftrag, Befehl, gew. im plur., σοὶ δὲ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς, ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Aesch. Prom. 3; λόγων Soph. Tr. 493; φέρειν Ai. 768; ἄγω σε Πενθέως ἐπιστολαῖς Eur. Bacch. 442; ἔλεγε ταῦτα ἐξ ἐπιστολῆς Δημαρήτου, im Auftrage, Her. 6, 50; κατὰ ἐπιστολὰς τὰς τοῦ Ποσειδῶνος Plat. Critia. 119 c; Folgde. – Der Brief, auch oft im plur., Eur. I. A. 111. 314; Thuc. 4, 50; Plat. Epist. oft; τὴν ἐπιστολὴν ἀποδόντες Thuc. 7, 10; διαπέμπειν 1, 129; λύειν, erbrechen, 1, 132; αἱ ἐπιστολαὶ ἧκον 8, 51; ἐλθεῖν, δφικνεῖσθαι, ibd. 33. 45; so Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστολή: ἡ, (ἐπιστέλλω) πᾶν τὸ ἐπιστελλόμενον δι’ ἀγγέλου, ἀγγελία, παραγγελία, διαταγή, εἴτε προφορικὴ εἴτε ἔγγραφος (πρβλ. Θουκ. 7. 11 πρὸς τὸ 8. 5), Ἡρόδ. 4. 10, καὶ Ἀττ.· ἐξ ἐπιστολῆς, κατὰ διαταγήν, Ἡρόδ. 6. 50· οἱ Τραγ. χρῶνται τῇ λέξει ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 3, Πέρσ. 783, Ἱκέτ. 1012, Σοφ. Αἴ. 781. Ο. Κ. 1601, κτλ.· Πενθέως ἐπιστολαῖς, κατὰ διαταγὴν τοῦ Πενθέως, Εὐρ. Βάκχ. 442· τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε; παραγγελίας περὶ τῶν τέκνων της; ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 858· ― ἰδίως ἡ παραγγελία ἀποθνήσκοντος, ἡ τελευταία αὐτοῦ θέλησις, ἴδε Valck. ἐν Εὐρ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐπιστολή, γράμμα, Λατ. epistola, ἐπ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι Θουκ. 1. 129., 7. 10· λύειν ὁ αὐτ. 1. 132· ἐπ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι Λυσ. 160. 24· πέμπειν τινὶ Εὐρ. Ι. Τ. 589· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μιᾶς ἐπιστολῆς, ὡς τὸ γράμματα, Λατ. literae, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 111. 314. Θουκ. 1. 132, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν... τοῦ Ὄθωνος, Λατ. ab epistolis Othoni, ὁ γραμματεὺς αὐτοῦ, Πλουτ. Ὄθ. 9, πρβλ. Olear. εἰς Φιλόστρ. 589.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 ordre ou avis transmis par un message verbal ou écrit : τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε EUR elle a écrit ses volontés en ce qui regarde ses enfants ; ἐξ ἐπιστολῆς HDT par ordre;
2 message écrit, lettre en gén. : ἐπιστολὴν πέμπειν τινί EUR envoyer une lettre à qqn ; ἐπιστολὴν λύειν THC délier les cordons d’une lettre, ouvrir une lettre ; plur. au sens du sg. une lettre.
Étymologie: ἐπιστέλλω.
English (Strong)
from ἐπιστέλλω; a written message: "epistle," letter.
English (Thayer)
ἐπιστολῆς, ἡ (ἐπιστέλλω), a letter, epistle: ἐπιστολαί συστατικαι, letters of commendation, Winer s Grammar, 176 (165). On the possible use of the plural of this word interchangeably with the singular (cf. Thomas Magister, Ritschl edition, p. 113,8), see Lightfoot and Meyer on Euripides, Thucydides, others)).