μήπω: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(strοng)
(T22)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from μή and -πω; [[not]] [[yet]]: [[not]] [[yet]].
|strgr=from μή and -πω; [[not]] [[yet]]: [[not]] [[yet]].
}}
{{Thayer
|txtha=(or μή πω, L Tr in μή and πω) (from [[Homer]] [[down]]), adverb;<br /><b class="num">1.</b> [[not]] [[yet]]: in [[construction]] [[with]] the accusative and infinitive, [[μήπω]] [[γάρ]] γεννηθέντων, [[though]] [[they]] were [[not]] [[yet]] [[born]], [[lest]] in [[any]] [[way]] (?): Acts 27:29 Lachmann
}}
}}

Revision as of 18:11, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήπω Medium diacritics: μήπω Low diacritics: μήπω Capitals: ΜΗΠΩ
Transliteration A: mḗpō Transliteration B: mēpō Transliteration C: mipo Beta Code: mh/pw

English (LSJ)

or μή πω,    I as Adv. not yet, Od.22.431, etc.; ἀλλὰ μήπω τοῦτο (sc. σκοπεῖτε) D.21.90: in expostulation, μή τώ τι μεθίετε Il.4.234, 17.422, etc.; μήπω γε nay, not yet, A.Pr.631: folld. by πρίν, Il. 18.134, S.Ph.961, 1409 (anap.): c. opt. precantis, μήπω μανείη E.Hec. 1278; μήπω νοῦ τοσόνδ' εἴην κενή S.El.403.    II as Conj., lest yet, κελόμην ἐπιβαινέμεν... μή πώ τις . . λάθηται Od.9.102 (v. l.).

German (Pape)

[Seite 177] noch nicht; μήπω τι μεθίετε θούριδος ἀλκῆς, lasset noch nicht nach, Il. 4, 234; Od. 23, 59 u. öfter; auch = μήπως, μήπω τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται, 9, 102; μήπω μ' ἐρώτα, frage mich noch nicht, Soph. O. R. 740; auch wohl = μήποτε, vgl. Soph. El. 395; Lob. Phryn. 458; Mein. Men. 401; μήπω γε, nur jetzt wenigstens noch nicht, Aesch. prom. 634; Soph. Phil. 1395.

Greek (Liddell-Scott)

μήπω: ἢ μή πω, Ι. ὡς ἐπίρρ., μὴ ἀκόμη, Λατ. nondum, Ὀδ. Χ. 431, κτλ.· ἀλλὰ μήπω ταῦτα (δηλ. σκοπεῖτε) Δημ. 543. 14· ― ἐπὶ προτροπῆς, Ἀργεῖοι, μή πώ τι μεθίετε θούριδος ἁλκῆς Ἰλ. Δ. 234., Ρ. 422, κτλ.· μήπω γε, μὴ ἀκόμη, Αἰσχύλ. Πρ. 631· ἑπομένου τοῦ πρίν, Ἰλ. Σ. 134, Σοφ. Φ. 961, 1409· ― μετ’ εὐκτ. δηλούσης εὐχήν, μήπω μανείη Εὐρ. Ἑκ. 1278· ἐνίοτε ἁπλῶς ἐπὶ ἰσχυρᾶς ἀρνήσεως, Σοφ. Ἠλ. 403, πρβλ. πω 2. ΙΙ. ὡς σύνδεσμ., μήπως, σπερχομένους νηῶν ἐπιβαινέμεν... μή πώ τις (νῦν μή πώς τις) λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται Ὀδ. Ι. 402, κτλ.

French (Bailly abrégé)

v. μή in fine.

English (Autenrieth)

see μή and ποτέ, πού, πώ, πώς.

English (Strong)

from μή and -πω; not yet: not yet.

English (Thayer)

(or μή πω, L Tr in μή and πω) (from Homer down), adverb;
1. not yet: in construction with the accusative and infinitive, μήπω γάρ γεννηθέντων, though they were not yet born, lest in any way (?): Acts 27:29 Lachmann